Συντάξεις στην Ελλάδα: Ο μύθος του Σίσυφου ή ο άθλος του Ηρακλή;
(Μέρος δεύτερο)
Τη μακρινή δεκαετία του 1970 ο μεγάλος Ξενοφώντας Ζολώτας διατύπωσε την άποψη ότι το τότε υιοθετούμενο αναδιανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα πιθανότατα δεν θα λειτουργούσε με δίκαιο τρόπο για εργαζόμενους και συνταξιούχους. Η άποψή του είχε τη βάση της στον κίνδυνο του λαϊκισμού που έμελλε να κυριαρχήσει ως αντίληψη σε κυβερνώντες και κοινωνία και πράγματι σήμερα φτάνουμε στο σημείο να διαπιστώσουμε την ορθότητα της αμφιβολίας του.
Οι γενιές που απήλαυσαν μοναδικά συνταξιοδοτικά οφέλη, από το 1985 έως το 2010, έστειλαν στις επερχόμενες γενιές έναν λογαριασμό για πληρωμή που είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αποπληρωθεί. Το οξύμωρο είναι ότι οι υψηλές εισφορές (ειδικά αυτές των υπαλλήλων τραπεζών και λοιπών «ευγενών» ταμείων) που αποδίδονταν στα Ταμεία εξαϋλώθηκαν λίγο πριν εισέλθουμε στη μνημονιακή πραγματικότητα. Οι γενιές που βρίσκονται ηλικιακά κάτω των 60 ετών θα γίνουν αποδέκτες του παράδοξου γεγονότος να έχουν πετύχει υψηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας και εισοδήματος χωρίς να μπορέσουν να τα καρπωθούν κατά οιονδήποτε τρόπο. Και αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο που εκλαμβάνει ως παραδοχή ότι η γενικότερη εικόνα των οικονομικών θα βρίσκεται σε σταθερή τροχιά. Σε αντίθετη περίπτωση (επιδείνωση μεγεθών και δεικτών) είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει πλήρης κατάρρευση των οικονομικών σταθερών με δραματικές συνέπειες για το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό μέλλον της εγχωρίας κοινωνίας.
Στο time being o βασικός πυλώνας του αναδιανεμητικού συστήματος λειτουργεί ως αντίστροφα διανεμητικός («earn as you go» μόνο για τους προνομιούχους), αφού πλέον δεν χαρακτηρίζεται από ορθολογισμό και επιπρόσθετα δεν περιλαμβάνει αυτόματους μηχανισμούς διόρθωσης και εξισορρόπησης εκ νέου όταν απαιτείται κάτι τέτοιο. Η δε προσπάθεια διαιώνισής του οδηγεί και σε μεγαλύτερες αστοχίες και αδικίες, καθώς δημιουργείται ένας αέναος φαύλος κύκλος όπου η απόπειρα διασφάλισης των αποδοχών των σημερινών συνταξιούχων συνεπάγεται εκ των προτέρων την υποβάθμιση των μελλοντικών.
Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι διεθνώς το μεγαλύτερο πρόβλημα στην αλλαγή συνταξιοδοτικού συστήματος είναι η περίοδος της μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο, περίοδος κατά την οποία συνήθως εκδηλώνονται τα δυσμενή χαρακτηριστικά αμφοτέρων (του παλαιού γιατί πάσχει, του νέου γιατί δεν έχει ωριμάσει). Ειδικά όμως στις συνθήκες της Ελλάδας αυτή η μετάβαση φαντάζει πολλαπλώς προβληματική. Ενώ όλες οι αδικίες και οι ανισότητες του υπάρχοντος, ψευδο-αναδιανεμητικού, θα παραμείνουν σχεδόν αλώβητες, τα πλεονεκτήματα του νέου «κεφαλαιοποιητικού» συστήματος δεν θα καταστεί εφικτό να εμφανιστούν πριν τουλάχιστον μια γενεά ολοκληρώσει τον εργασιακό της βίο.
Για συστήματα πλήρους κεφαλαιοποίησης ασφαλιστικών δικαιωμάτων ώστε να αναπτυχθούν και τελικά να εφαρμοστούν απαιτείται, για τον ευρωπαϊκό τουλάχιστον κύκλο, μια μακριά χρονική περίοδος της τάξης των 30 χρόνων. Ως απόδειξη, να αναφέρουμε ότι η κεφαλαιοποίηση έχει προχωρήσει ικανοποιητικά μόνο στην Aγγλία και στην Oλλανδία, χώρες με μακρά παράδοση στην υιοθέτηση της συγκεκριμένης κουλτούρας. Αντίστοιχα, στη Γαλλία είναι άγνωστη, ενώ λχ στις Γερμανία, Iσπανία, Bέλγιο και Σουηδία αφορά μόνο το 3% του AEΠ.
Αν σε αυτήν τη δυσμενή συγκυρία συνυπολογιστούν τα συνεχόμενα κύματα φυγής σε σύνταξη, τότε καταλαβαίνουμε πως σε όλη τη μεταβατική περίοδο η επιβάρυνση των Ελλήνων πολιτών για το συνταξιοδοτικό θα είναι διπλή, γιατί θα πρέπει να καλύπτουν αφενός τις τρέχουσες ανάγκες του υπάρχοντος («pay as you go») συστήματος, αφετέρου υποχρεούνται να συμβάλλουν στην κεφαλαιοποίηση του νέου.
Ένα συνταξιοδοτικό σύστημα για να είναι βιώσιμο και δίκαιο πρέπει να συμβάλλει στη μακροοικονομική ισορροπία, ένας κανόνας που έχει καταστρατηγηθεί βάσιμα και συνεχόμενα και σύντομα ο εγχώριος πληθυσμός θα έλθει αντιμέτωπος με αυτό τον άλυτο γρίφο. Οι χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελέσουν κερκόπορτα υπονόμευσης του τωρινού και κυρίως του μελλοντικού εργατικού δυναμικού της Ελλάδας.