Ιταλία: Οι εκπλήξεις έλειψαν, αρχίζουν οι ζυμώσεις
Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν περίπου όπως το είχαν προβλέψει οι δημοσκόποι και στις Βρυξέλλες περιμένουν πλέον τα πρώτα δείγματα γραφής από την ακροδεξιά θριαμβεύτρια Τζόρτζια Μελόνι
Τελικώς, οι δημοσκόποι ήταν οι «νικητές» των εκλογών στην Ιταλία, αφού οι προβλέψεις που τους είχε επιτραπεί να δώσουν μέχρι πριν 15 ημέρες βγήκαν αληθινές, με μικρές αποκλίσεις. Η Κεντρο-Ακρο-Δεξιά κατέκτησε με άνεση την πρώτη θέση και εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία σε Βουλή και Γερουσία, όχι όμως σε ένα εύρος μεγαλύτερο των δύο τρίτων που θα της επέτρεπε να προωθεί συνταγματικές αλλαγές χωρίς να χρειάζεται συναίνεση από άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Η Τζόρτζια Μελόνι των Αδελφών Ιταλών είναι η αδιαφιλονίκητη νικήτρια με ποσοστό τριπλάσιο εκείνων που έλαβαν τα άλλα δύο κόμματα της Λέγκα και της Φόρτσα Ιτάλια που συνεργάστηκαν μαζί της για τη δημιουργία αυτού του μπλοκ. Για το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (8%) αυτό ήταν αναμενόμενο. Ο επί εννέα και πλέον χρόνια πρωθυπουργός της Ιταλίας δεν θεωρούνταν, έτσι κι αλλιώς, κινητήρια δύναμη αυτής της συμμαχίας. Για τον Σαλβίνι, όμως, το μονοψήφιο ποσοστό της Λέγκα (8,8%) είναι το μισό εκείνου που είχε τέσσερα χρόνια
νωρίτερα και πολύ κατώτερο των προσδοκιών του. Ήδη κάποιοι εντός κόμματος αναρωτιούνται, ψιθυριστά ακόμα, αν έχει πάψει να «περνά η μπογιά του».
Έτσι η Μελόνι με το 26% στην πλάτη θα έχει το πάνω χέρι σε αυτή τη συμμαχία, που και οι τρεις διατείνονται ότι ήρθε για να μείνει. Η πρώτη γυναίκα, αλλά και πρώτη καθαρά φιλοφασιστικών ιδεών πρωθυπουργός της Ιταλίας θέλει να αποδείξει ότι «μπορεί», ο Σαλβίνι καταλαβαίνει ότι δεν είναι τώρα καιρός για υπερβολικές απαιτήσεις και ο Μπερλουσκόνι έχει μάλλον στο μάτι τη θέση του προέδρου της Γερουσίας, τοποθετώντας τον εαυτό του σε έναν ρόλο «σκηνοθέτη» της νέας κυβέρνησης, όπως είπε.
Το αποτέλεσμα έκανε φυσικά «αίσθηση» διεθνώς, αν και είχε προαναγγελθεί. Κύκλοι της Κομισιόν εξέφραζαν την ελπίδα για συνέχιση της συνεργασίας με τη Ρώμη και περιμένουν να δουν τόσο τα πρόσωπα της νέας κυβέρνησης όσο κυρίως τους άξονες της πολιτικής της. Οι επόμενες 15 ημέρες που θα χρειαστούν περίπου μέχρι να ορκιστεί η νέα κυβέρνηση θα είναι γεμάτες ειδήσεις. Το ενδιαφέρον συγκεντρώνει, για παράδειγμα,
η επιλογή του επόμενου υπουργού Οικονομικών, για την οποία η Μελόνι έχει υπονοήσει ότι θα προτείνει κάποιον τεχνοκράτη προκειμένου να μην προκαλέσει τις Βρυξέλλες. Έχει, μάλιστα, εξηγήσει ότι λόγω στενότητας χρόνου ο προϋπολογισμός που πρέπει να σταλεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου θα προκύψει μετά από συνεργασία με την προηγούμενη κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι. Υπενθυμίζεται ότι η υποψήφια πρωθυπουργός έχει υποστηρίξει ότι δεν θα αλλάξει δραματικά και η στάση της Ιταλίας στο ουκρανικό ζήτημα. Όλα αυτά έχουν προκαλέσει σχετική ανακούφιση στους τεχνοκράτες των Βρυξελλών, από τους οποίους φυσικά και δεν έχει ακουστεί ούτε λέξη για τις πιθανές δικές τους ευθύνες στη γιγάντωση της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Η αμηχανία των ηττημένων
Στο στρατόπεδο της (μελλοντικής) κεντροαριστερής αντιπολίτευσης επικρατεί προβληματισμός κυρίως για το γεγονός ότι δεν κατέστη τελικά δυνατό να προκύψει ένα κοινό μέτωπο όλων των δυνάμεων απέναντι στην επέλαση της Ακροδεξιάς, παρόλο που αυτή ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος Ενρίκο Λέτα ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφιος για την ηγεσία στο επόμενο συνέδριο. Μένει να δούμε αν θα παραδεχθεί ως λάθος του ότι κεντρικός άξονας του προεκλογικού του αγώνα ήταν η συνέχιση του «τεχνοκρατικού» προγράμματος Ντράγκι.
Το Δημοκρατικό Κόμμα κράτησε βεβαίως τη δεύτερη θέση με ποσοστό 19,1%, αλλά το Κίνημα των 5 Αστέρων του Τζιουζέπε Κόντε με συνολικό ποσοστό 15,4% τα πήγε καλύτερα από ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις, ιδιαίτερα στον Νότο, και ο αρχηγός του δήλωσε με περισσή αυτοπεποίθηση ότι αυτός θα ηγηθεί της πραγματικής αντιπολίτευσης. Όλα αυτά μένει να φανούν φυσικά στην πράξη. Οι κινήσεις τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης δεν θα είναι στο μικροσκόπιο μόνο της Ε.Ε., αλλά κυρίως των ίδιων των Ιταλών, ακόμα και εκείνου του ενός τρίτου των ψηφοφόρων που αποφάσισε ότι δεν άξιζε τον κόπο να πάει στις κάλπες.