Πώς η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου καθιέρωσε την κυβέρνησή τους
Οταν η Νίκη Κεραμέως αποφάσιζε να υπογραμμίσει το τέλος της Μεταπολίτευσης (όπως την ξέραμε) καταργώντας το πανεπιστημιακό άσυλο, περιμέναμε -ή και δεν περιμέναμε- τι ακριβώς θα ακολουθούσε. Ίσως να είχε υπερισχύσει το συναισθηματικό, το ηθικό κομμάτι αυτής της κοινωνικής απώλειας: το άσυλο ήταν το πιο ελεύθερο μέρος των ιδεών και, επομένως, των παιδιών. Των παιδιών των κινημάτων και των εξεγέρσεων. Ηταν μια εξαιρετικά ευφυής κίνηση από πλευρά τής κυβέρνησης, και εφόσον το άσυλο πρόκειται για αμιγώς δημοκρατική κατάκτηση, δεν πρέπει να τους προβλημάτισε ιδιαίτερα η κατάργησή του. Γιατί το πανεπιστήμιο, τα παιδιά, οι φοιτητές έχουν ρίξει μία Χούντα και πολλές, πολλές κυβερνήσεις.
Ας δούμε μόνο την προηγούμενη δεκαετία. Κατά την προηγούμενη δεκαετία, από τους φοιτητικούς συλλόγους οργανώθηκαν -ή άλλοτε γιγαντώθηκαν- τεράστιες πορείες, εξεγέρσεις και κινήματα. Οι πανεργατικές, η εξέγερση των πλατειών, μια διαρκής κινηματική διαδικασία που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά το 2015 και την άνοδο της Αριστεράς. Ακόμη κι αν τα παιδιά των σχολών δεν ήταν της ίδια αντίληψης για το πώς αλλάζει ο κόσμος, τουλάχιστον συμφωνούσαν -συμφωνούσαμε- ότι δεν αλλάζει ούτε με κουβέντες ούτε με προσευχές.
Οπότε, ξεκινώντας από το άσυλο, ήμασταν παντού. Σε κάθε δρόμο, σε κάθε γειτονιά. Κι αν μιλάμε για επικίνδυνους, παραβατικούς εντός των σχολών, που ήταν και το επιχείρημα της κυβέρνησης, φυσικά υπήρχαν. Το διαπιστώσαμε όταν στο στέκι της ΔΑΠ Οικονομικού στη ΝΟΠΕ βρήκαμε λοστούς, κράνη και ένα μαχαίρι 20 εκατοστών. Όταν η ΠΑΣΠ Νομικής περίμενε μια άλλη ΠΑΣΠ να δαρθούν με καδρόνια στον προαύλιο χώρο. Φυσικά και υπήρχαν επικίνδυνοι εντός ασύλου. Απλώς δεν ήμασταν εμείς. Εμείς τρώγαμε το ξύλο και ρίχναμε κυβερνήσεις.
Για την ακρίβεια, τρεις. Τις κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά. Μέσα σε μία δεκαετία. Αναγκάστηκαν να παραιτηθούν μπροστά στη λαϊκή οργή και να κάνουν εκλογές. Αυτό είναι Δημοκρατία. Να καταργείς το άσυλο, όχι.
Ετσι, λοιπόν, με την κατάργηση του ασύλου, κέρδισαν με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: ασφάλεια και εγκαθίδρυση πλήρητου καθεστώτος τους. Εκείνη την περίοδο δεν είχε προβλεφθεί η πανδημία, ούτε ότι θα κλεινόμασταν ούτως ή άλλως σπίτι, αλλά να: τώρα βγήκαμε από το σπίτι και ήρθε το επόμενο βήμα.
Η πανεπιστημιακή αστυνομία. «Μην μιλάτε». Μην μιλάτε... Μην μιλάτε, γιατί θα σας ανοίξουμε τα κεφάλια - όπερ και εγένετο. Κι όταν δεν μιλάνε τα παιδιά, δεν έχουμε λέξεις, κουράγιο να κάνουμε το ίδιο. Σχεδόν ξεμπέρδεψαν.
Πρώτα και σταδιακά υποτίμησαν το πανεπιστήμιο μεταφέροντας τις πιάτσες των ναρκωτικών στον περιβάλλοντα χώρο, μετά και εντός του χώρου, όπως στην Πολυτεχνειούπολη, μετά αποφάσισαν να στήσουν και μια... επιχείρηση, αλλά, κυρίως, τώρα δεν μιλάμε. Πρώτα τα παιδιά, μετά εμείς. Ο φόβος της κατάργησης της ασφάλειας, της ασφάλειας να εκφραστείς, να συζητήσεις, να διαμαρτυρηθείς έχει παγώσει το κάποτε κραταιό φοιτητικό κίνημα. Δεν είναι παράλογο. Αυτό, μαζί με την αξιολόγηση, τη γενικότερη αβεβαιότητα, την καταστολή... Πω, πω, δεν φτάνει ο χώρος να βάλουμε σε μια πρόταση όλα μας τα προβλήματα.
Το κλίμα είναι ζοφερό και η κυβέρνηση τρέχει χωρίς τον μεγαλύτερο αντίπαλο κάθε κυβέρνησης: τον δρόμο. Έχουν καθιερώσει ένα καθεστώς ψεμάτων, διαστρεβλώσεων, λιστών Πέτσα, λογοκρισίας, διαδικτυακών τραμπούκων στον δημόσιο λόγο και φυσικών τραμπούκων στη δημόσια δράση. Μα πάντοτε, και πιο πολύ, έχουν καθιερώσει τη σιωπή των αντιπάλων. Των δημοκρατικών φωνών γιατί όχι, αυτή δεν είναι μια δημοκρατική κυβέρνηση, παραμένει μια Δημοκρατία σε κίνδυνο. Καταργώντας το άσυλο εξουδετέρωσαν τη μεγαλύτερη πηγή ελευθερίας μας. Μα σκεφτείτε το: πόσο πιο αισιόδοξοι θα ήμασταν αν είχαμε τα παιδιά να μας δείχνουν τον δρόμο; Να μας κατεβάζουν στον δρόμο;