Χωρίς πυξίδα στον δρόμο για την Πράγα
Η ακροβασία μεταξύ ενός θερμού επεισοδίου και της επανέναρξης του διαλόγου ανάμεσα σε Μητσοτάκη και Ερντογάν καλά κρατεί, με τους εταίρους να μην είναι πρόθυμοι να βάλουν φρένο στις απειλές του Τούρκου Προέδρου πριν αυτός τις κάνει πράξη
Σχεδόν κάθε μέρα που περνάει η ρητορική του Τούρκου Προέδρου απέναντι στην Ελλάδα γίνεται όλο και πιο επιθετική. Αυτά που πριν από μερικούς μήνες τα έλεγαν μόνο κάτι γραφικοί Τούρκοι απόστρατοι -και τα αναμετέδιδε περίπου με ενθουσιασμό ένα κομμάτι του ελληνικού Τύπου για να αναδείξει τις τουρκικές προκλήσεις ακόμη κι όταν αυτές δεν υπήρχαν- τα λέει τώρα ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: «Θα έρθουμε ένα βράδυ», «Θα σας πετάξουμε στη θάλασσα», «Δεν0 θα μείνει αναπάντητη η στρατιωτικοποίηση των (ελληνικών) νησιών» κ.λπ.
Τα επαναλαμβάνει δε τόσο συχνά, ώστε να ελλοχεύει ο κίνδυνος να αναγκαστεί να κάνει τις απειλές του πράξη -π.χ. επιχειρώντας μια απόβαση σε κάποια βραχονησίδα- για να μην κατηγορηθεί τόσο από το εκλογικό του ακροατήριο όσο και από την κεμαλική αντιπολίτευση ότι είναι μόνο λόγια.
Την ίδια ώρα, το δεξί χέρι του Ερντογάν, ο σύμβουλός του Ιμπραήμ Καλίν, που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα ελληνοτουρκικά, αφήνει να εννοηθεί ότι ο Τούρκος Πρόεδρος, αυτός που είχε πει «με τον Μητσοτάκη γιοκ», ενδέχεται να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Έλληνα πρωθυπουργό στο περιθώριο της συνόδου της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στις 6 Οκτωβρίου στην Πράγα. Αν βεβαίως ο Ερντογάν αποδεχθεί
την πρόσκληση για την Πράγα κι αν οι πιέσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών για μια συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν αποδώσουν.
Εχουμε, λοιπόν, από τη μία πλευρά τις μεγαλόστομες απειλές του Ερντογάν και από την άλλη τη μεγαλόθυμη μετριοπάθεια -«εάν γίνει ένα βήμα, ο Πρόεδρός μας κάνει δύο βήματα»που του αποδίδει ο Καλίν. Τον κίνδυνο ενός θερμού επεισοδίου, αλλά και το ενδεχόμενο μιας αποκλιμάκωσης της έντασης, μέσω της επανάληψης ενός διαλόγου, πιθανότατα προσχηματικού. Το τι από τα δύο θα συμβεί το επόμενο διάστημα -και όσο πλησιάζουν οι εκλογές τόσο στην Τουρκία όσο και την Ελλάδα- δεν εξαρτάται μόνο από τα κέφια του Ερντογάν ούτε από την επίδειξη ψυχραιμίας της ελληνικής κυβέρνησης, που δηλώνει γενικώς και αορίστως ανοιχτή στον διάλογο, αλλά και από την παρέμβαση ή μη πρωτίστως των Αμερικανών, αλλά και των Ευρωπαίων.
«Κακός ο Ερντογάν, αλλά…»
Επειτα από τρεις μέρες στις Βρυξέλλες, στους διαδρόμους της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η αίσθηση που αποκόμισε η ΑΥΓΗ ήταν ότι κανείς μεν δεν αγαπάει τον Ερντογάν, αλλά και κανείς δεν είναι διατεθειμένος να βάλει φρένο στις απειλές του Τούρκου Προέδρου πριν αυτός τις κάνει πράξη. Ούτε καν οι κυρώσεις που μπήκαν τον Ιούνιο του 2019 στο τραπέζι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν συζητιούνται σ’ αυτή τη φάση
στην Ε.Ε., παρά τις δηλώσεις που γίνονται κατά καιρούς για τα ελληνικά αυτιά. Μπορεί ο Έλληνας επίτροπος Μαργαρίτης Σχοινάς να υποστήριξε προχθές με συνέντευξή του στην ελληνική τηλεόραση ότι «στην Ευρώπη ολοένα και περισσότεροι παρατηρητές, διαμορφωτές αποφάσεων απελπίζονται από τη στάση της Τουρκίας», αλλά αυτό είναι μια διαπίστωση χωρίς διά ταύτα. Άλλωστε, ούτε η ελληνική κυβέρνηση πιέζει αυτή την ώρα για κυρώσεις, ενδεχομένως επειδή δεν είναι έτοιμη να διαχειριστεί μια άρνηση.
Αλλά και η αμερικανική πλευρά, αυτή που είναι σε θέση να αποτρέψει μια τουρκική πρόκληση επί του πεδίου, κρατάει για την ώρα την μπάλα χαμηλά. Επαναλαμβάνει μεν μονότονα το αυτονόητο, ότι δηλαδή δεν μπορεί να τίθεται εν αμφιβόλω η εθνική κυριαρχία κανενός κράτους, αλλά μέχρι εκεί.
Για τις ΗΠΑ το ζητούμενο είναι να μην δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ειδικά τώρα που η Συμμαχία είναι σε πόλεμο με τη Ρωσία - έστω εμμέσως. Άλλωστε, οι Αμερικανοί ενίσχυσαν την παρουσία τους στην Αλεξανδρούπολη με το βλέμμα στην Ουκρανία και όχι στην Τουρκία. Ο εχθρός είναι ο Πούτιν, ο Ερντογάν είναι σύμμαχος, έστω κι αν είναι… τζαναμπέτης.
Από την άλλη πλευρά, η απόφαση της Ουάσιγκτον να άρει το εμπάργκο όπλων εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είχε επιβληθεί το 1987, δεν είναι μόνο μια ενθάρρυνση να μπει και η Λευκωσία στην κούρσα των εξοπλισμών. Είναι και ένα πλήγμα για την Άγκυρα, που θεωρεί ότι η ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να αλλάξει σε βάρος της Τουρκίας - και απειλεί διά στόματος Ερντογάν να στείλει κι άλλες στρατιωτικές δυνάμεις στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο.
Τα επιχειρήματα
Πάντως, δεν είναι μόνο απρόβλεπτος ο Ερντογάν. Η τουρκική διπλωματία έχει αποδείξει ότι δουλεύει συστηματικά και με σχέδιο - σε αντίθεση με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών υπό τον… ακτιβιστή Νίκο Δένδια, ο οποίος μονίμως αντιδρά στις τουρκικές κινήσεις αντί να τις προλαβαίνει. Δεν είναι μόνο το παράδειγμα του -παράνομου μεν, αναρτημένου στον ΟΗΕ δε- τουρκολιβυκού συμφώνου για τα θαλάσσια σύνορα. Εδώ και μήνες η τουρκική πλευρά ξεδιπλώνει συστηματικά την επιχειρηματολογία της για το καθεστώς των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου - και την υποχρέωση να μείνουν αποστρατιωτικοποιημένα. Στη διεθνή κοινή γνώμη εμφανίζεται… θεσμική και επικαλείται τις διεθνείς συνθήκες, την ίδια ώρα που αμφισβητεί την κυριαρχία των ελληνικών νησιών, απολύτως αντιθεσμικά. Ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης είναι να αποδομήσει επιτυχώς την τουρκική επιχειρηματολογία στα αυτιά της διεθνούς κοινότητας. Όχι να πουλάει αυτοπεποίθηση και μεγαλείο στο εσωτερικό.