Ενας αντιφασισμός που ξεχάστηκε στη δεκαετία του 1940
Κάθε φορά που η Ακροδεξιά προσθέτει μια εκλογική επιτυχία στην Ευρώπη -κατά προτίμηση σε κάποια μεγάλη χώρα από αυτές που έχουν «περάσει Διαφωτισμό»- το μοτίβο ενός σημαντικού τμήματος της Αριστεράς είναι το ίδιο, μονότονο και αποτυχημένο.
Το πρώτο στοιχείο είναι η «έκπληξη». Πώς είναι δυνατόν να ψηφίζουν Άκρα Δεξιά «αυτοί που…»; Τι κι αν όλα τα ρεύματα της Άκρας Δεξιάς, των φασιστικών και των ναζιστικών συμπεριλαμβανομένων, γεννήθηκαν σε αυτές τις χώρες, τι κι αν οι εκλογικές επιδόσεις της Άκρας Δεξιάς είναι σε κάποιες από αυτές τις χώρες σταθερά ψηλές και ανοδικές εδώ και τρεις ή τέσσερις πια δεκαετίες.
Το δεύτερο είναι η άρνηση. Η ψήφος αυτή δεν είναι πραγματική, είναι ψήφος «διαμαρτυρίας», οφείλεται στις απαντήσεις που περίμεναν και δεν πήραν οι ψηφοφόροι της Άκρας Δεξιάς από τις άλλες δυνάμεις, μεγεθύνεται από το ποσοστό της αποχής και -φυσικά και πάνω από όλα- «όλοι αυτοί δεν έγιναν ξαφνικά φασίστες». Τι κι αν η ακροδεξιά και η φασιστική ψήφος ολοένα και πιο συχνά στοχεύει στην κυβέρνηση, στάση επαναλαμβανόμενη και μόνιμη, και βασισμένη σε μια πρόταση πολύ πιο σαφή από αυτήν απέναντι στην οποία υποτίθεται ότι διαμαρτύρεται.
Αν η Αριστερά απαλλαχθεί από την εμμονή ότι ο φασισμός θα χάνει πάντα στην Ιστορία με κάποιον μαγικό τρόπο, μπορεί να ανοίξει ξανά τη συζήτηση για τον σοσιαλισμό
Και το τρίτο είναι η αυταπάτη. Ο φασισμός πάντα χάνει στο τέλος, όπως και τη δεκαετία του 1940, οι λαοί στο τέλος θα κρεμάσουν τους φασίστες, όλα αυτά τελειώνουν με τον Κόκκινο Στρατό να μπαίνει στο Βερολίνο. Αυτές είναι ιδέες που ακουμπούν την κυριολεξία της έννοιας αυταπάτη, δηλαδή δεν είναι πάντα κατ’ ανάγκη ψευδείς και ανακριβείς, ωστόσο εκπορεύονται σε κάθε περίπτωση όχι από λογική ανάλυση, αλλά από την επιθυμία αυτού που τις έχει.
Αυτό το τρίτο στοιχείο συνοδεύεται ενίοτε από μια εικαστική γραφικότητα. Στα κοινωνικά δίκτυα αυτή η βεβαιότητα για τη νομοτελειακή ήττα του φασισμού πάει συνήθως πακέτο με φωτογραφίες του Μουσολίνι κρεμασμένου ανάποδα από παρτιζάνους, της σημαίας με το σφυροδρέπανο να καρφώνεται στο Ράιχσταγκ ή κάποιου κομμουνιστή ηγέτη του παρελθόντος να μιλά προς ένα τεράστιο πλήθος.
Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των στοιχείων αποτελεί ένα είδος καθήλωσης σε αναλυτικά εργαλεία που είχαν κάποια ισχύ 80 χρόνια πριν και τα οποία επιμένουν να αντιμετωπίζουν τον σύγχρονο φασισμό ως ένα φάντασμα από το παρελθόν και όχι ως αυτό που πραγματικά είναι: το πιο επιθετικό σήμερα κίνημα υπεράσπισης και μεταρρύθμισης του καπιταλισμού σε κρίση, με ένα συγκεκριμένο σχέδιο αντιμετώπισής της, το οποίο απολαμβάνει τη θετική ψήφο και την υποστήριξη ενός σημαντικού κομματιού των δυτικών κοινωνιών.
Στο επίπεδο αυτό η Άκρα Δεξιά υπερκέρασε σταδιακά τη μεταπολεμική ρεφορμιστική Αριστερά, η οποία έκανε από την αντίθετη πλευρά το ίδιο πράγμα: πίεζε το σύστημα να πάει πιο γρήγορα στην κατεύθυνση που ήδη πήγαινε. Η σημερινή Άκρα Δεξιά δεν είναι αντισυστημική, υπό την έννοια ότι αυτό που ζητά είναι η πορεία των πραγμάτων να μείνει η ίδια, αλλά η ορμή της να γίνει μεγαλύτερη. Περισσότερος φιλελευθερισμός, περισσότερη βαρβαρότητα απέναντι στους πρόσφυγες, ταυτοτικός σοβινισμός στο πλαίσιο μιας Ευρώπης κοινής πατρίδας των εθνικισμών.
Η Αριστερά δεν μπορεί να συναγωνιστεί την Άκρα Δεξιά σε αυτό το πεδίο γιατί η ροή των πραγμάτων στον δυτικό κόσμο δεν τείνει προς κάποιον υποτυπώδη έστω κοινωνικό εξισωτισμό, τον οποίον να υπερασπιστεί ως τα άκρα. Έχει έτσι δύο επιλογές: να προσπαθήσει να παραστήσει η ίδια το σύστημα ή να το αμφισβητήσει ευθέως και με κόστος. Η πρώτη εκδοχή δοκιμάζεται στην Ιταλία και συντρίβεται σταθερά τα τελευταία 30 χρόνια. Η δεύτερη δεν έχει να επιδείξει ως τώρα σπουδαίες επιτυχίες επίσης. Έχει τη δυνατότητα, όμως, να γεννήσει ωραίες ιδέες. Αν απαλλαχθεί από την εμμονή ότι ο φασισμός θα χάνει πάντα στην Ιστορία με κάποιον μαγικό τρόπο, μπορεί να ανοίξει ξανά τη συζήτηση για τη σοσιαλιστική εκδοχή.