Οι επιπτώσεις σε δανειολήπτες, ταμεία, ασφαλιστικές και οι προοπτικές για το 2023
Το ράλι των επιτοκίων θα έχει πολλές συνέπειες και σε διαφορετικούς τομείς. Για την επικείμενη αύξηση των επιτοκίων των υπαρχόντων στεγαστικών δανείων γράφαμε στο φύλλο της προηγούμενης Κυριακής. Οι δόσεις πιθανώς να αυξηθούν από 30% ως 50% αναλόγως του χρεωστικού υπολοίπου, κάτι που παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις θα «κοκκινίσει» αρκετά από τα ρυθμισμένα δάνεια αλλά και τα κανονικώς εξυπηρετούμενα. Ήδη όλες σχεδόν οι τράπεζες δίνουν τη δυνατότητα μετατροπής του κυμαινόμενου σε σταθερό επιτόκιο για τα εξυπηρετούμενα δάνεια, όμως με εφάπαξ επιβάρυνση που κυμαίνεται από 450 ως 750 ευρώ αλλά και με επιτόκιο σταθερό μεν, μεγαλύτερο δε του τρέχοντος (με τη λογική της εξασφάλισης έναντι μελλοντικού κινδύνου περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων).
Οι ασφαλιστικές και τα ταμεία
Υψηλή έκθεση σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου έχουν και οι ασφαλιστικές εταιρείες, αν και πρόλαβαν να κάνουν κάποιες διορθωτικές κινήσεις. Η αξία των τοποθετήσεών τους στα ελληνικά ομόλογα είχε μειωθεί από 4,543 δισ. ευρώ στα τέλη του 2021 σε 3,91 δισ. ευρώ. τον Ιούλιο του 2022 (insuranceworld.gr 18/7/2022). Συνολικότερα, περιλαμβανομένων και των ομολόγων του εξωτερικού, κυρίως της Ευρωζώνης, η αξία των ομολογιακών χαρτοφυλακίων των ασφαλιστικών ανερχόταν σε 11,205 δισ. ευρώ και υπήρχε η εκτίμηση ότι με τα ισχύοντα στο μέσον του 2022 είχαν καταγραφεί απώλειες της τάξης των μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Και σε αυτήν την περίπτωση η μετακύλιση της ζημιάς στα ασφάλιστρα είναι η συνηθισμένη συνταγή.
Ο ΕΦΚΑ, το ΤΕΚΑ αλλά και τα αυτοδιαχειριζόμενα ταμεία τηρούν υψηλότατο τμήμα του αποθεματικού τους σε κρατικούς τίτλους. Βεβαίως, στην περίπτωσή τους δεν ισχύει η mark to market αποτίμηση και η διακράτησή τους μέχρι τη λήξη τους αποτρέπει κεφαλαιακές ζημιές. Η ΑΕΔΑΚ που διαχειρίζεται τα αποθεματικά τους τουλάχιστον για το 2021 παρουσίασε θετικές αποδόσεις, κάτι που μάλλον είναι πολύ δύσκολο να επαναληφθεί το 2022.
Το μέλλον και το «μαξιλάρι»
Η μη αναβάθμιση της Ελλάδας σε πιστοληπτική βαθμίδα από τις γνωστές εταιρείες αξιολόγησης -Moody’s κ.λπ.- (κάτι που περίμενε και διαφήμιζε από πέρσι και είχε θέσει και ως προσωπικό στόχο ο κ. Μητσοτάκης) σχετίζεται απολύτως και με τα προαναφερθέντα για την αύξηση των επιτοκίων
και την εκτίναξη των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων σε επίπεδα άνω του 5%. Υπενθυμίζεται ότι το κραχ της ελληνικής οικονομίας το 2009 συντελέστηκε με επιτόκια δεκαετούς στο 6,75% περίπου.
Και μπορεί αύριο, Δευτέρα, ο κ. Σταϊκούρας να καταθέσει έναν αισιόδοξο προϋπολογισμό για το 2023, όμως όλοι οι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι και τράπεζες εκτιμούν την είσοδο της γερμανικής αλλά και της ευρωπαϊκής οικονομίας σε ύφεση στο τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2022. Σχετικές ήταν και οι προχθεσινές εκτιμήσεις της ιταλικής Unicredito (εκ των βασικών διαπραγματευτών ελληνικών ομολόγων), που προβλέπει ύφεση στην Ελλάδα για το δ΄ τρίμηνο του 2022.
Η Ελλάδα από τα 12 δισ. ευρώ που επρόκειτο να δανειστεί το 2022 σταμάτησε στα 7 δισ. παρά κάτι λόγω της εκτίναξης των επιτοκίων. Η κυβέρνηση μετά την απελευθέρωση της έκδοσης εντόκων γραμματίων (επί ΣΥΡΙΖΑ
υπήρχε όριο 15 δισ.) χρησιμοποιεί τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό κατά κόρον. Το υπουργείο Οικονομικών αφήνει να διαρρεύσει ότι οι ετήσιες ανάγκες δανεισμού κινούνται στη ζώνη των 7-8 δισ. ευρώ για την επόμενη τετραετία (γεγονός οφειλόμενο κατά 95% στον λεγόμενο «καθαρό διάδρομο», δηλαδή στην αναδιάρθρωση του χρέους με τους πιστωτές της κυβέρνησης Τσίπρα). Κατά συνέπεια, ας είναι καλά και το «μαξιλάρι» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ (37 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 20 δισ. σχεδόν μη δανειακά, τα οποία η κυβέρνηση τα «βάφτισε» ταμειακά διαθέσιμα προφανώς επειδή υποκατέστησε το σύνολό τους με δανεισμό). Έτσι συντηρούνται ταμειακά διαθέσιμα περίπου 40 δισ. ευρώ. Βάσει αυτής της παραδοχής, ακόμα και εάν δεν έβγαινε καθόλου στις αγορές το Ελληνικό Δημόσιο για την επόμενη τετραετία, το ενδεχόμενο χρεοκοπίας φαίνεται απόμακρο.