Κι αν λάβουν τα δικά τους και σπείρουν γενεές στους
* Ο Άγγελος Σεριάτος είναι επικεφαλής Πολιτικών και Κοινωνικών Ερευνών της Prorata 2
Φανταστείτε μια κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας υπό την ηγεσία του Αντώνη
Σαμαρά, της Ελληνικής Λύσης και μιας «σοβαρής» Χρυσής Αυγής, υπό την ηγεμονία της τελευταίας. Μπορείτε; Ακόμα κι αν δεν μπορείτε, καλό θα ήταν να το κάνετε, διότι το παραπάνω σενάριο είναι και το πιθανότερο για τη γειτονική Ιταλία μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Σεπτεμβρίου, όπου η ακροδεξιά-δεξιά συμμαχία κατάφερε μια συντριπτική νίκη έναντι της προοδευτικής συμπαράταξης με 44% έναντι 26%.
Διαβάζοντας, ωστόσο, πιο προσεκτικά το εκλογικό αποτέλεσμα, οι ψηφοφόροι στην Ιταλία τιμώρησαν με την ψήφο τους τα κόμματα που πήραν μέρος στην εξαιρετικά ευρεία πολιτικά κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, δηλαδή όλα, πλην του νεοφασιστικού Αδελφοί της Ιταλίας (Μελόνι), το οποίο ήταν στην αντιπολίτευση, καθώς και του αριστερού Ιταλική Αριστερά, που αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον τεχνοκράτη πρωθυπουργό. Όσο για το Κίνημα των 5 Αστέρων (Κόντε), τον τρίτο διακριτό πόλο του νέου σκηνικού, πέτυχε να συγκεντρώσει το διόλου ευκαταφρόνητο 15%, κυρίως λόγω της πίεσης που άσκησε υπέρ της στήριξης των ανέργων.
Ωστόσο, πώς φτάσαμε στην κοινωνικά ευρεία στήριξη της ακροδεξιάς-δεξιάς συμμαχίας υπό την ηγεμονία του νεοφασιστικού κόμματος των Αδελφών της Ιταλίας χωρίς το τελευταίο να έχει αποκηρύξει τον φασισμό; Ως προς αυτό υπάρχει μια λογική εξήγηση: πέρα από τη mainstream ακροδεξιά ρητορική της εποχής (αντιμεταναστευτικός, αντιεμβολιαστικός λόγος κ.λπ.), μια σημαντική μερίδα του ιταλικού λαού αξιολογεί σήμερα με θετικό πρόσημο τον Μουσολίνι, ο οποίος, παρά τα όποια λάθη του, «έκανε και πολλά καλά». Και υπό αυτή την έννοια η νίκη του νεοφασιστικού κόμματος της Μελόνι, την οποία έσπευσε να συγχαρεί το κόμμα του Κασιδιάρη, οφείλεται -μεταξύ άλλων- και στην κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας που παράχθηκε από τη μακρόχρονη διαδικασία του αναθεωρητισμού της Ιστορίας στη γειτονική χώρα. Η παράταξή της άλλωστε, όχι τυχαία, ενέταξε στα ψηφοδέλτιά της την εγγονή του Μουσολίνι Ρατσέλε, η οποία πέτυχε να κερδίσει τις περισσότερες ψήφους του συνδυασμού στις δημοτικές εκλογές της πρωτεύουσας. Ως αποτέλεσμα, σήμερα περίπου 1 στους 3 ψηφοφόρους των Αδελφών της Ιταλίας αυτοτοποθείται στα ακροδεξιά του πολιτικού φάσματος, με τους υπόλοιπους να τοποθετούν εαυτούς είτε στα κεντροδεξιά είτε να θεωρούν ότι οι έννοιες «Αριστερά» και «Δεξιά» δεν έχουν στις μέρες μας κάποιο νόημα (Πίνακας 1).
Φυσικά, τα θεμέλια για τον αναθεωρητισμό της ιταλικής Ιστορίας είχε βάλει λίγα χρόνια νωρίτερα ο Μπερλουσκόνι, εκφράζοντας ανοιχτά την άποψη ότι ο Μουσολίνι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς της
Ιταλίας, ένας «καλός δικτάτορας». Και ήταν η συγκεκριμένη αντίληψη που λειτούργησε ως υπόστρωμα για τη νομιμοποίηση ενός αντιαφηγήματος απέναντι την επίσημη ιστοριογραφία της χώρας, το οποίο εκμεταλλεύτηκε η Άκρα Δεξιά παρουσιάζοντας υπερσυντηρητικές αντιλήψεις ως κοινή λογική: η Λέγκα μετέτρεψε το ακραίο σε mainstream, ενώ η Μελόνι κεφαλαιοποίησε τα οφέλη όχι μόνο από τη διαδικασία αναθεώρησης της Ιστορίας αλλά και από τη ματαίωση των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί τα προηγούμενα χρόνια από τον ακροδεξιό ηγέτη της Λέγκα Σαλβίνι. Και οι αριθμοί ως προς αυτό είναι αμείλικτοι: η εκλογική εκτόξευση του νεοφασιστικού κόμματος από το 4,4% στο 26% οφείλεται στις εντυπωσιακές ως προς τον όγκο τους εισροές ψηφοφόρων από τα κόμματα του Σαλβίνι και του Μπερλουσκόνι (Σχήμα 2).