Φιλαρμονική της Σκάλα στο Ηρώδειο
Τη μεσογειακή θέρμη των εγχόρδων διαδέχθηκε η ανάλαφρη αφήγηση της μπετοβενικής γραφής, για να αφήσει ωστόσο μια υποθηκευμένη επίγευση εξαιτίας της έλλειψης, σε αδρεναλίνη, ερμηνείας της δημοφιλούς «9ης Συμφωνίας» του
Ηταν ευτυχής η σύμπτωση της 40ής επετείου από την ίδρυση της Filarmonica Della Scala με την εφετινή φιλοξενία της στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, το πρώτο μετά την -ας ελπίσουμε όχι πρόσκαιρη- κάμψη της πανδημίας, αλλά και μετά τη νέα ιστορική καμπή της ανθρωπότητας, τον Ρωσοουκρανικό πόλεμο. Αν και ιδρύθηκε κατά τη θητεία του Claudio Abbado ως καλλιτεχνικού διευθυντή του μιλανέζικου λυρικού θεάτρου, η φιλαρμονική του σημαδεύθηκε από το «ινδικό θέρος» ενός Carlo Maria Giulini και τα χρόνια του Riccardo Muti στο πόντιουμ του σχηματισμού. Μέρος αξιόλογης ιταλικής πορείας αποτελεί η ορχήστρα και για τον επικεφαλής της Myung Whun Chung, που, ισάριθμες δεκαετίες πριν, ανακαλούμε επί γερμανικού εδάφους ως νεαρότατο πιανίστα και μαέστρο στο «Τριπλό κονσέρτο» του Μπετόβεν με επιπλέον σολίστ τις αδελφές του, την επίσης διάσημη βιολονίστα Kyung Wha Chung και τη λιγότερο προβεβλημένη τσελίστα Myung Wha Chung.
Τη συναυλία της 26ης Ιουνίου υπό τον έναστρο ουρανό του Ηρωδείου εγκαινίασε ιταλοπρεπώς η εισαγωγή στην κωμική όπερα του Gioacchino Rossini «Η Ιταλίδα στο Αλγέρι». Αργά, σιγανά, σχεδόν συνωμοτικά, με pizzicati των εγχόρδων που κινδύνευαν να απορροφηθούν από τον περιβάλλοντα αστικό θόρυβο και με επιπλέον μέριμνα τα αττικά τζιτζίκια, για τα οποία ο ήχος της ορχήστρας απετέλεσε οιονεί εναρκτήριο λάκτισμα δικής τους παράλληλης συναυλίας. Τίποτε από αυτά ευτυχώς δεν συσκότισε την ποιοτική ιταλική ταυτότητα του συγκροτήματος, με την απαράλλαχτη μεσογειακή θέρμη των εγχόρδων και τη γλυκόλαλη συμβολή των ξύλινων στην υπηρεσία ύφανσης των επεισοδίων αυτού του ευφυούς συνοπτικού μουσικού κομψοτεχνήματος. Μια διαυγής εκτέλεση οριοθετημένης δυναμικής με υπεριπτάμενο το πνεύμα του αείμνηστου Αμπάντο.
Με μακρά μελοδραματική εμπειρία, ο αρχιμουσικός αντιμετώπισε τη «2η Συμφωνία» του Μπετόβεν όχι ως τυπική της μορφολογίας του είδους της, αλλά παραλλήλως ως αφήγημα, χαρακτηριστικά μέχρι τη μετάπτωση τού εισαγωγικού adagio molto στο αναμενόμενο εκτονωτικό allegro. Απολαύσαμε τη σταθερή φυσικότητα της μουσικής ροής, την ανάλαφρη
διαχείριση της μπετοβενικής γραφής, με τη χάρη και τις κλασικές αναλογίες μοτσάρτειου ντιβερτιμέντου, τη χαλαρή διάθεση στη ρυθμολογία, μια διάφανη φωτεινότητα που συχνά διαφεύγει μεγάλων συνόλων. Στη διαδρομή ωστόσο, με ακέραιη την τήρηση των επαναλήψεων, μας ξένισαν το αγέλαστο μυστήριο του αργού μέρους και η απουσία δυναμισμού από το scherzo, στοιχείο που επανέκαμψε για το φινάλε όχι μόνο ρυθμικά σφιχτότερο, αλλά και με ενδιαφέροντες οργανικούς διαλόγους.
Τη βραδιά ολοκλήρωσε η -επονομαζόμενη «από τον Νέο Κόσμο»- «9η», η έσχατη και δημοφιλέστερη συμφωνία του Antonín Dvořák, σε μια ερμηνεία που εγκαθίδρυσε τη θλίψη και το άγγιγμα χαλεπών καιρών ήδη από την επίσης αργή είσοδό της. Ο Κορεάτης μαέστρος μάς χάρισε μια ανάγνωση τυπικά απωανατολικών χαμηλών τόνων, υπερβολικά μετρημένη, με αναμφισβήτητα υψηλό επίπεδο, αλλά χωρίς ιδιαίτερο βάθος. Μετά δε από ένα ευπρόσδεκτης εσωτερικότητας largo, η έλλειψη αδρεναλίνης στις καταληκτικές εξωτερικές κινήσεις ενός τόσο εγερτήριου έργου υποθήκευσε καθοριστικά τη συνολική επίγευση ενός εν πολλοίς αξιόλογου συναυλιακού γεγονότος.