Ο βοναπαρτισμός του Μπολσονάρου
Ορισμένοι αναλυτές συγκρίνουν την ανάδυση του Μπολσονάρου με την άνοδο στην εξουσία του Μπενίτο Μουσολίνι και τη βραζιλιάνικη Ακροδεξιά με τον ιταλικό φασισμό. Μολονότι οι ιστορικές συνθήκες του ερχομού τους στο προσκήνιο διαφέρουν κατά πολύ, υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες. Και τα δύο ιστορικά φαινόμενα μπορούν να αναλυθούν με τη βοήθεια της έννοιας του βοναπαρτισμού, την οποία πρότεινε ο Καρλ Μαρξ στο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη». Περί τίνος πρόκειται; Μπροστά στην αποτυχία του πολιτικού συστήματος και των παραδοσιακών αστικών κομμάτων, ένα πολιτικό ρεύμα στο περιθώριο του φιλελεύθερου κράτους εισβάλλει στην πολιτική σκηνή για να απαντήσει στην απειλή αποσταθεροποίησης της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Ο στόχος είναι να καθαριστεί η κόπρος του Αυγεία -να βρεθούν στα αζήτητα της Ιστορίας οι απαξιωμένοι και ξεπερασμένοι πια παραδοσιακοί πολιτικοί σχηματισμοί- και ταυτόχρονα να προωθηθεί μια νέα ηγεμονία ικανή να διασφαλίσει τη διαιώνιση του συστήματος. Το ρεύμα αυτό που, σε κοινωνικό επίπεδο, υποστηρίζεται από τμήματα του λούμπεν προλεταριάτου και των Ενόπλων Δυνάμεων σφυρηλατεί στενές σχέσεις με τη μεγάλη εργοδοσία, της οποίας τα συμφέροντα εξυπηρετεί, χωρίς όμως να της δίνει την εξουσία.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο μπολσοναρισμός είναι μια ατελής μορφή βοναπαρτισμού. Τα παλαιά αστικά κόμματα έχουν απαξιωθεί σχεδόν πλήρως: διατηρούν ορισμένες νησίδες εξουσίας στο επίπεδο του Κοινοβουλίου και των πολιτειών, αποδεικνύονται όμως ανίκανα να διεκδικήσουν την ομοσπονδιακή εξουσία. Οι Ένοπλες Δυνάμεις, συνεχίζοντας την κηδεμονία που ιστορικά έχουν ασκήσει έναντι του κράτους, ευθυγραμμίζονται με τον Πρόεδρο και τον προστατεύουν, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να επέμβουν, καθώς προτιμούν να μην αποσταθεροποιήσουν το δημοκρατικό πολίτευμα που εδραιώθηκε με το σύνταγμα του 1988. Στη Βραζιλία δεν παρατηρείται το είδος των συγκεντρωτικών οργανώσεων που χαρακτήριζε τον φασισμό.
Ωστόσο, ένας αστερισμός πολιτοφυλακών, οργάνων των αστυνομικών δυνάμεων και ευαγγελικών οργανώσεων, με την υποστήριξη σημαντικής μερίδας της αστικής τάξης (ιδιαίτερα της μικρής και της μεσαίας), προσφέρει στον μπολσοναρισμό μεγάλες δυνατότητες κινητοποίησης. Όμως η συμμαχία μεταξύ του πρώην στρατιωτικού και της μεγάλης εργοδοσίας δεν διαρκεί πολύ, παρά την τοποθέτηση του Πάουλο Γκουέντες, ενός παθιασμένου νεοφιλελεύθερου, στη θέση του υπουργού Οικονομίας. Τα ανώτατα κλιμάκια της οικονομικής εξουσίας -και τα διάφορα κέντρα εξουσίας που ελέγχουν περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά, είτε πρόκειται για τα Μέσα Ενημέρωσης είτε για το Κοινοβούλιο ή για το δικαστικό σύστημασταδιακά έχασαν την εμπιστοσύνη τους στον Μπολσονάρου. Αυτά τα κοινωνικά στρώματα δεν υιοθετούν τις απόψεις της σκληρής πτέρυγας του μπολσοναρισμού, σύμφωνα με την οποία η εμβάθυνση των «απαραίτητων μεταρρυθμίσεων» προϋποθέτει τη ρήξη με τη φιλελεύθερη Δημοκρατία. Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη στάση οφείλεται σε κάποια δημοκρατικά ή συνταγματικά αντανακλαστικά: τέτοιο δίλημμα δεν απασχόλησε ποτέ τους σουλτάνους της βραζιλιάνικης οικονομίας. Περισσότερο πρόκειται για τη βεβαιότητα ότι η απειλή δεν είναι τόσο σοβαρή ώστε να επιλέξουν έναν δρόμο που θα μπορούσε να αποδειχθεί επιζήμιος για τις μπίζνες. Πολύ περισσότερο που ο Μπολσονάρο, τον οποίο θεωρούν ανόητο, χυδαίο και άξεστο, τους εκνευρίζει.
Αυτά τα τμήματα της αστικής τάξης αποτελούν το ιστορικό υπόβαθρο του συντηρητικού PSDB. Η ιδεολογική εμμονή τους αντιστοιχεί σε εκείνο που η Αμερικανίδα φιλόσοφος Νάνσι Φρέιζερ ονομάζει «προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό» (1): την ιδέα σύμφωνα με την οποία η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, οι μηχανισμοί κοινωνικής αναδιανομής μπορούν να συμβάλουν στην εδραίωση των πιο σταθερών μορφών οικονομικής κυριαρχίας.
(1) Nancy Fraser, «From progressive neoliberalism to Trump - and beyond», American Affairs Journal, τομ. I, τ. 4, Ντένβιλ, χειμώνας 2017.