Σταθερή κυβέρνηση απέναντιστο χάος που απειλεί να φέρει ο Μητσοτάκης
ΣΕ ΟΛΕΣ τις κυβερνήσεις υπάρχει ένα turning point -που συνήθως το σηματοδοτεί κάποιο καθολικά εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονόςμετά το οποίο η φθορά και η πτώση δύσκολα αποτρέπονται και οι κινήσεις ανάκτησης της χαμένης δημοσκοπικά δύναμης δύσκολα αποδίδουν.
Η τραγωδία των Τεμπών αποτέλεσε αυτό το σημείο καμπής για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς έφερε στην επιφάνεια δομικά προβλήματα της διακυβέρνησής του. Η αποτελεσματικότητα του επιτελικού κράτους κλονίστηκε βάναυσα, οι πολίτες «οριζόντια» ένιωσαν ότι η Πολιτεία δεν εξασφαλίζει την ασφάλειά τους, ενώ η τραγικότητα του γεγονότος δεν επέτρεψε στα ΜΜΕ να εναρμονιστούν πλήρως με την αποτυχημένη επικοινωνιακή διαχείριση που επιχείρησε το Μαξίμου. Περισσότερο και από το κεντρικό πολιτικό αφήγημα της κυβέρνησης που στηρίχτηκε στη διαχειριστική της ικανότητα και στον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας επλήγη η εικόνα του πρωθυπουργού. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κατάφερε να διατηρήσει το προφίλ του κυβερνήτη-πατερούλη που με επιτυχία είχε χτίσει στις προηγούμενες κρίσεις της τετραετίας. Αντίθετα, έδωσε την αίσθηση ενός αδίστακτου πολιτικού προσώπου που όχι απλώς δεν αντιλαμβάνεται το βάρος του θεσμικού του ρόλου, αλλά δίνει και μια μάχη προσωπικής επιβίωσης όταν μια ολόκληρη χώρα θρηνεί.
Ακόμη και αν η Νέα Δημοκρατία είχε καταφέρει να συγκρατήσει τη φθορά της -κάτι που δεν συνέβη- και με κάποιον τρόπο σχημάτιζε κυβέρνηση, είναι βέβαιο πως την επόμενη ημέρα η καθίζησή της θα ήταν τέτοια, που θα συζητούσαμε για τις αντοχές της και τον χρόνο της πτώσης της.
Αν η κοινή γνώμη γνώριζε στις λεπτομέρειές του το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο Κ. Μητσοτάκης δεν θα ήταν σήμερα πρωθυπουργός και αρχηγός κόμματος. Αυτό μπορεί να μην συνέβη, κατέστησε όμως τη Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία Μητσοτάκη ένα κόμμα ανάδελφο και τον ίδιο μη εκλέξιμο πρωθυπουργό και παράγοντα οξείας αποσταθεροποίησης. Τα γαλάζια στελέχη, έχοντας αντιληφθεί το πολιτικό αδιέξοδο που προκύπτει και ακολουθώντας ντιρεκτίβες του Μαξίμου για στρατηγική «καψίματος» της πρώτης κάλπης, δηλώνουν ανοιχτά πλέον ότι είναι διατιθέμενα να οδηγήσουν τη χώρα και σε τρίτη εκλογική διαδικασία με ορίζοντα σχηματισμού νέας κυβέρνησης ακόμη και τον Σεπτέμβριο.
Ακόμη και σε αυτό το ενδεχόμενο, όμως, θα δούμε ένα θνησιγενές
σχήμα τερατογένεσης με τον Κ. Μητσοτάκη πρωθυπουργό, συνεπικουρούμενο από πρόθυμους αποστάτες και ψεκασμένους φασίστες στα υπουργεία.
Πώς θα ζήσουμε καλύτερα
Με ελάχιστες ίσως ιστορικές εξαιρέσεις, κερδισμένο των εκλογών είναι το κόμμα που πείθει τους πολίτες ότι με την εφαρμογή της πολιτικής του θα έχουν μια έστω και λίγο καλύτερη ζωή. Σε αυτό το ερώτημα καλείται να απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις λιγότερες από πενήντα ημέρες που απομένουν έως και την 21η Μαΐου και με δεδομένο ότι ο κόσμος πρώτη φορά έπειτα από αρκετά χρόνια «τον ακούει».
Η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλει να περιγράψει κατ’ αρχάς πώς η χώρα θα αποκτήσει κυβέρνηση τον Μάιο.
Δεν υπάρχουν πρώτες, δεύτερες και τρίτες κάλπες, αλλά εκλογές στις 21 Μαΐου. Οι κυβερνητικές συνεργασίες συγκροτούνται είτε στη βάση μιας συγκυριακής διαιρετικής τομής, όπως το Μνημόνιο-αντιμνημόνιο από το οποίο προέκυψαν οι κυβερνήσεις του 2012 και του 2015, είτε στη βάση μίνιμουμ προγραμματικών συμφωνιών, όπως είδαμε στις περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Εμείς βρισκόμαστε στην ευτυχή συγκυρία να συντρέχουν δυνάμει και οι δύο προϋποθέσεις που καθιστούν εφικτό τον σχηματισμό κυβέρνησης τον Μάιο. Η χώρα έχει ανάγκη από μια σταθερή κυβέρνηση τετραετίας που θα επαναφέρει τη Δημοκρατία, τη λειτουργία των θεσμών, θα ενισχύσει τις ανεξάρτητες Αρχές και θα βάλει ένα τέλος στις επιχειρήσεις συγκάλυψης που επιχειρούνται σε όλες τις ανοιχτές υποθέσεις. Αυτή είναι η νέα διαιρετική τομή που δημιούργησε το καθεστώς Μητσοτάκη, όσο και αν αγγίζει τα όρια ενός πολιτικού πρωτογονισμού, ξένου στις δυτικές Δημοκρατίες και στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.
Αν το παραπάνω σχήμα αποκλείει μόνο τη Νέα Δημοκρατία και τα ακροδεξιά κόμματα, τότε η συγκρότηση προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας επιτρέπει δυνητικά την προγραμματική συμφωνία όλων των υπολοίπων στη βάση ενός σχεδίου για μια καλύτερη ζωή. Η βελτίωση των εισοδημάτων, η καταπολέμηση της ακρίβειας, η λύση στο ζήτημα της στέγης, η ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων Υγείας και Παιδείας και η επαναφορά της ασφάλειας των πολιτών σε όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου αποτελούν, αν ειπωθούν ως ρεαλιστική προοπτική, κριτήριο ψήφου για ένα ευρύτατο πλειοψηφικό ρεύμα.