Δημαγωγία*
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΠΟΝΗΜΑ, χρησιμοποιώντας τον νόμο ως αφορμή, επιχειρεί να απαντήσει σε εκείνα τα ερωτήματα που γεννιούνται από τη μετατροπή μιας κατασκευασμένης είδησης σε «αληθινό» γεγονός. Πώς, παραδείγματος χάριν, ένας κοινωνικά κατασκευασμένος κίνδυνος μπορεί να κυριαρχήσει σε πείσμα της επιστημονικής αλήθειας, ποια διαδικασία ακολουθείται και πόσο αυτή διευκολύνεται από την ψηφιακή τεχνολογία, πόσο καθοριστική για τη σχετικοποίηση της αλήθειας είναι η συμβολή των δημόσιων σχολιαστών, δημοσιογράφων και πολιτικών; Και, τελικά, πόσο η εργαλειοποίηση μιας ψευδούς είδησης, κυρίως μέσα από την εύκολη διασπορά της από τα κοινωνικά δίκτυα, και η απροσδιόριστη βλάβη που αφήνει να πλανάται συμβάλλουν στην κατάχρηση του φόβου στη συνείδηση του κοινού;
Ο επίδικος νόμος δεν ευτύχησε να δεχτεί μία ψύχραιμη κριτική ή αντίκρουση και βέβαια ποτέ δεν υπήρξε δημόσια συζήτηση για την ποιότητα, τους στόχους και τον προσανατολισμό της αντεγκληματικής πολιτικής που ως χώρα θα θέλαμε να έχουμε. Αντίθετα, το κενό από την απουσία της συζήτησης κατέλαβε η «βεβαιότητα» ότι ο συγκεκριμένος νόμος αποτελούσε απειλή για τη δημόσια ασφάλεια. Ακόμα κι όταν το υπουργείο Δικαιοσύνης παρέθετε τα πραγματικά στοιχεία με επίσημες ανακοινώσεις του, η μετάδοση και τελικά η επιδραστικότητα της διάψευσης ήταν τόσο περιορισμένες σε σχέση με την αρχική είδηση, που δεν μπορούσε πλέον να πείσει. Η δημοκρατία, όμως, εξαρτάται από τον διάλογο και βασίζεται στην κοινή παραδοχή ότι οι άνθρωποι συζητούν επιχειρηματολογώντας και προσπαθούν να πείσουν ο ένας τον άλλον, με τους κανόνες της συζήτησης να ισχύουν εξίσου για όλους τους συμμετέχοντες. Η «βεβαιότητα», που στερεί ακόμα και το δικαίωμα της διαφωνίας, δεν ταιριάζει στη δημοκρατία, αλλά στη δημαγωγία, κι αυτό συνέβη με τον «νόμο Παρασκευόπουλου».
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Πολιτικός φόβος και έγκλημα. Η περίπτωση του “νόμου Παρασκευόπουλου”» της Ματίνας Πούλου, εκδόσεις Εύμαρος