Carl Schmitt
* Ο Γιάννης - Παναγιώτης Βούλγαρης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μαθηματικός
CARL SCHMITT, Στεριά και Θάλασσα. Μια κοσμοϊστορική θεώρηση, μτφρ. Ι. Αβραμίδου, επιμ. Δ. Καββαθάς, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 116
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της σμιττιανής ανάλυσης, ανεξάρτητα από το πως κρίνει κανείς το έργο και τη συνολική διαδρομή του Schmitt, είναι η εξής διαπίστωση: απαιτείται μια προσέγγιση του διακρατικού ανταγωνισμού εξαρχής, και όχι εκ των υστέρων, όσον αφορά τα ζητήματα πολιτικής θεμελίωσης των κρατών στη νεωτερικότητα, άρα και ως προς τη μελέτη της συγκρότησης της κυριαρχίας στο εσωτερικό των κρατών.
Στο έργο του Στεριά και Θάλασσα [Land und Meer, 1942] και στη συνέχεια στο Νόμο της Γης [Der Nomos Der Erde, 1950], ο Schmitt εκκινεί από την πρώτη ανάλυση, προκειμένου να σχηματίσει την δεύτερη. Αυτή η μεθοδολογική επιλογή συγκροτεί μια συγκεκριμένη οπτική (κυριολεκτικά) θέασης των πολιτικών πραγμάτων της νεωτερικότητας σε παγκόσμια κλίμακα, αναζητώντας τα κάθε φορά συγκεκριμένα υποκείμενα της κυριαρχίας στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Με αυτόν τον τρόπο, δύναται να μελετά την άνοδο και την πτώση πολιτικών μορφών που γίνονται τα νέα υποδείγματα εσωτερικής κυριαρχίας, επειδή τα κράτη που τις ενσαρκώνουν κυριαρχούν στον διακρατικό ανταγωνισμό, και αντιστρόφως, την άνοδο και την πτώση των κρατών που καταφέρνουν να επικρατήσουν στο διακρατικό ανταγωνισμό, επειδή μετέβαλλαν έγκαιρα την εσωτερική τους δομή και τον τρόπο θέασης του εαυτού τους, προς τη «σωστή» (για τα ίδια) κατεύθυνση. Με αυτόν τον τρόπο, ο Schmitt είναι ικανός να σκιαγραφήσει με μεγάλη ακρίβεια ένα σημαντικό μέρος των όρων διαμόρφωσης της νεωτερικότητας, τουλάχιστον αυτών που μπορούν να αναχθούν σε σχέσεις φίλου-εχθρού (για τα όρια αυτής της διάκρισης, βλ. την ηλεκτρονική έκδοση του παρόντος
κειμένου· εδώ δημοσιεύουμε μόνο την «εισαγωγή» και ένα εκ των τριών μερών του κειμένου).
Raymond Hains, «Μουσείο μινιατούρα (1976) και Συμβόλαιο χρησιδανείου (1992)», 1976/1992, δύο ντεκολάζ σε λαμαρίνα επικολλημένη σε ξύλο, πλεξιγκλάς, 57 × 50 × 6 εκ., Συλλογή Marion Meyer
Οι τρεις εποχές της Ιστορίας κατά Kapp και η τεχνολογία πολέμου
Για τον Schmitt, «η παγκόσμια Ιστορία είναι η ιστορία του αγώνα των θαλάσσιων δυνάμεων ενάντια στις στεριανές δυνάμεις και αντιστρόφως». Το αντιθετικό ζεύγος Λεβιάθαν εναντίον Βεεμώθ, αντλούμενο από την Παλαιά Διαθήκη (Ιώβ 40-41), σε διάφορες παραλλαγές, απεικονίζει την πάλη ανάμεσα σε ένα μεγάλο μυθικό κήτος, και σε ένα εξ ίσου μεγάλο ζώο της στεριάς. Για να εξετάσει την ιστορική ισχύ του παραπάνω αντιθετικού σχήματος, ο Schmitt υιοθετεί το σχήμα τού -εγελιανών επιρροώνErnst Kapp, σύμφωνα με τον οποίο η Ιστορία χωρίζεται σε τρεις εποχές: αρχίζει «με τον ‘ποτάμιο’ πολιτισμό της Ανατολής στη Μεσοποταμία» (ασσυριακές, βαβυλωνιακές και αιγυπτιακές αυτοκρατορίες), και ακολουθεί η «θαλάσσια εποχή ενός πολιτισμού κλειστών θαλασσών και μεσογειακών λεκανών» (αρχαία Ελλάδα, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μεσογειακός Μεσαίωνας). Τέλος, «με την ανακάλυψη της Αμερικής και τον περίπλου της γης, κατακτήθηκε και η τελευταία και υψηλότερη βαθμίδα, εκείνη του ωκεάνιου πολιτισμού, φορείς του οποίου είναι οι διάφοροι γερμανικοί λαοί».
Οι τρεις εποχές αντιστοιχούν κατά σειρά στον ποταμό, την Μεσόγειο θάλασσα και τον ωκεανό. Ο Schmitt ενδιαφέρεται, εν προκειμένω, για τη μετάβαση από την θαλάσσια εποχή στον ωκεάνιο πολιτισμό, και συγκροτεί τη μελέτη αυτής της μετάβασης, διερευνώντας τα τεχνολογικά και πολεμικά χαρακτηριστικά εκείνων των ναυτικών δυνάμεων ανά εποχή, οι οποίες στη θαλάσσια εποχή δημιούργησαν απλώς έναν πολιτισμό με στόχο «την εκμετάλλευση της ευνοϊκής θέσης των ακτών», ενώ στην ωκεάνια εποχή μετατόπισαν συνολικά την ιστορική τους ύπαρξη «από τη στεριά προς τη θάλασσα».
Ως παράδειγμα της ακμής και του τέλους της θαλάσσιας εποχής παρουσιάζεται η Βενετία, η οποία από το «έτος 1000 [μ.Χ.] [...] δεν εγκατέλειψε ποτέ, μέχρι την πτώση της το 1797, την τεχνολογία της Μεσογείου και του Μεσαίωνα. Όπως και άλλοι λαοί της Μεσογείου, γνώριζε μόνον το κωπήλατο σκάφος, τη γαλέρα». Η χρήση ιστίων από τις βενετικές γαλέρες γινόταν «όπως και στην Αρχαιότητα, συμπληρωματικά και μόνο στην περίπτωση που έπνεε ούριος άνεμος». Η πυξίδα, αν και γνωστή στην Ιταλία από το 1302, δεν χρησιμοποιείτο από τους Βενετούς για «ωκεάνια ταξίδια». Τα παραπάνω τεχνολογικά χαρακτηριστικά καθόριζαν και τη μορφή των ναυμαχιών μεταξύ δυνάμεων αυτού του τύπου. Πόλεμοι αυτής της μορφή παρέμεναν, όπως και στην αρχαιότητα, μια «μάχη εκ του συστάδην», έχοντας επί της ουσίας χερσαία χαρακτηριστικά: «Πρώτοι οι Ρωμαίοι, στη ναυμαχία των Μυλών, εισέβαλαν στα εχθρικά πλοία ρίχνοντας σανίδες ώστε να σχηματίσουν γέφυρα, και βαδίζοντας πάνω σε αυτήν, κατάφεραν να πατήσουν στα πλοία του εχθρού. Με αυτόν τον τρόπο, η ναυμαχία μετατρεπόταν σε χερσαία μάχη πάνω σε πλοία.»
Η λήξη της βενετικής κυριαρχίας και συνολικότερα της θαλάσσιας εποχής έρχεται, κατά τον Schmitt, με την υπέρβαση αυτής της τεχνολογίας πολέμου σε συνθήκες πραγματικής μάχης, από την Αγγλία. Η ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) έγινε «με τα ίδια τεχνικά μέσα με τα οποία πολέμησαν πριν από μιάμιση χιλιετία στο Άκτιο (30 π.Χ.)» οι στόλοι του Αντωνίου και του Οκταβιανού, και υπήρξε «η τελευταία μεγάλη ναυμαχία αυτού του τύπου [...] [και] συγχρόνως [...] η τελευταία ένδοξη πράξη της ιστορίας της Βενετίας». Λίγα χρόνια αργότερα, η ήττα της «αήττητης» ισπανικής αρμάδας στην Μάγχη (1588), άλλαξε «τα μέσα διεξαγωγής του ναυτικού πολέμου. Τα μικρά ιστιοφόρα των Άγγλων αποδείχτηκαν ανώτερα των μεγάλων κρατικών πλοίων».
Το ερώτημα που ανακύπτει, όμως, είναι πώς χώρες όπως η Αγγλία κατέληξαν να έχουν μια ανώτερη πολεμική (και άρα: όχι μόνο πολεμική) τεχνολογία, για ποιο λόγο ήταν αυτές που τη γνώριζαν, και οι ανταγωνιστές τους την αγνοούσαν. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη πολεμικής
τεχνολογίας που υπερβαίνει τα έως τότε μέσα πολέμου και μας φέρνει τυπικά στην ωκεάνια εποχή, είναι αποτέλεσμα ευρύτερων διεργασιών και επιλογών, τις οποίες κάνουν ορισμένα κράτη πριν αναπτύξουν τη σχετική τεχνολογία πολέμου. Πρέπει λοιπόν να διερευνήσουμε αυτές τις ευρύτερες διεργασίες, και τη σύνδεσή τους με τη μετατόπιση στο στοιχείο της θάλασσας.
Το κυνήγι του κήτους και η εξερεύνηση των θαλασσών
Κατά Schmitt, η προσοχή μας δεν πρέπει να είναι στην Αγγλία, αλλά στην Ολλανδία, αφού οι Ολλανδοί και όχι οι Άγγλοι ήταν εκείνοι που «υπήρξαν πρωτοπόροι στη ναυπήγηση πλοίων. Από το 1450 έως το 1600 [...] εφηύραν περισσότερους τύπους πλοίων απ’ ό,τι οι υπόλοιποι λαοί». Η ναυπηγική, όμως, αναπτύχθηκε παράλληλα με τη φαλαινοθηρία, με τους Ολλανδούς να «προηγούνται κατά πολύ των άλλων» και στους δύο τομείς.
Η νέα δυνατότητα του ανθρώπου να κυνηγήσει τον «μυθικό Λεβιάθαν», το «μεγαλύτερο, δυνατότερο, ισχυρότερο ζώο της θάλασσας», συνιστά κομβική στιγμή στη ευρύτερη διαδικασία απομάγευσης του κόσμου (Weber). Η φαλαινοθηρία ήταν χειροκίνητη, αφού γινόταν πάνω σε «ιστιοφόρα ή κωπήλατα σκάφη», με μόνο όπλο «ένα καμάκι που εξακόντιζε το ανθρώπινο χέρι»· ήταν ένας «αγώνας μέχρι θανάτου δύο έμβιων όντων, που, χωρίς να είναι [κανένα εκ των δύο ψάρι] με την ζωολογική έννοια του όρου, δρούσαν μέσα στο στοιχείο της θάλασσας».
Όμως, ο Schmitt, μέσω Jules Michelet, υποστηρίζει ότι η φαλαινοθηρία ήταν αυτή που οδήγησε τον άνθρωπο της εποχής να εξερευνήσει τους ωκεανούς και τελικά να εισχωρήσει «ολοένα και περισσότερο στο στοιχειακό βάθος της θαλάσσιας ύπαρξης»: «Χωρίς τη φάλαινα, οι αλιείς θα είχαν παραμείνει στις ακτές. Η φάλαινα τους δελέασε να ανοιχτούν στους ωκεανούς και να απεξαρτηθούν από τις ακτές τους. Χάρη στη φάλαινα ανακαλύφθηκαν τα θαλάσσια ρεύματα και βρέθηκε ο δρόμος προς τον Βορρά. Η φάλαινα μας οδήγησε.»
Συνεπώς, στη θάλασσα «οι Βορειοευρωπαίοι και οι Δυτικοευρωπαίοι φαλαινοθήρες [που] κυνηγούσαν σε όλους τους ωκεανούς [...] ανακάλυψαν την υδρόγειο. Είναι οι πρωτότοκοι μιας νέας στοιχειακής ύπαρξης, τα πρώτα γνήσια ‘τέκνα της θάλασσας’». Αντίστοιχα, στη στεριά, «οι Ρώσοι κυνηγοί γούνας, ακολουθώντας τα ζώα, κατέκτησαν την Σιβηρία και μέσω των ηπειρωτικών δρόμων έφτασαν στις ανατολικές ασιατικές ακτές». Και τα δύο αυτά είδη θηρευτών εμφανίστηκαν τον 16ο αιώνα στον πλανήτη, με τον Schmitt να εστιάζει κυρίως στο θαλάσσιο στοιχείο και στα «τέκνα» του. Αν εστιάσουμε κι εμείς, λοιπόν, στο στοιχείο της θάλασσας, έχουμε τις χωροχρονικές συντεταγμένες του σημείου καμπής, στο οποίο γίνεται η μετάβαση από τον θαλάσσιο στον ωκεάνιο πολιτισμό: την Ολλανδία των τελών του 16ου αιώνα.
Στην Ολλανδία, στα 1595, εμφανίζεται ένας «νέος τύπος πλοίου [...] με τετράγωνα ιστία, το οποίο έπλεε όχι μόνο με ούριο άνεμο, όπως τα παλιά ιστιοφόρα, αλλά και παράλληλα με τον άνεμο. [...] Με αυτή την τεχνική επίδοση, οι Ολλανδοί έγιναν οι ‘μεταφορείς’ όλων των ευρωπαϊκών χωρών». Στο ίδιο πλαίσιο, την Ολλανδία του 16ου αιώνα, αλλάζει και η πολεμική τεχνολογία, καθώς κατασκευάζεται ένα νέο κανονιοφόρο πολεμικό πλοίο: «ένα ιστιοφόρο εξοπλισμένο στις παρειές του με κανόνια εκτοξεύει ομοβροντίες πυρός εναντίον του εχθρού. [...] Έτσι, η ναυμαχία γίνεται υψηλής τέχνης μάχη πυροβολικών μακράς βολής».
Παράλληλα, «ο εκσυγχρονισμός και η τελειοποίηση της πυξίδας», η σχεδίαση θαλάσσιων χαρτών, και «τα μεγάλα ιστιοφόρα [...] [που] ήρθαν στη Μεσόγειο από τον Ατλαντικό Ωκεανό» έδωσαν πρόσβαση σε «απομακρυσμένες περιοχές όλων των ωκεανών και έτσι ανοίγεται στον άνθρωπο η οικουμένη». Για πρώτη φορά, «ο άνθρωπος έχει στα χέρια του την πραγματική γεώσφαιρα σαν κανονική σφαίρα».