Η ευρωπαϊκή ηγεσία, η Κίνα και η Ελλάδα
του Προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην Κίνα δείχνει πως η Ευρώπη προσπαθεί να βρει τρόπο συνεννόησης με τη μεγάλη ασιατική χώρα μετά την πανδημία. Είχε προηγηθεί λίγες μέρες πριν η επίσκεψη του Ισπανού πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ. Παρόλο που η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει φέρει τις Βρυξέλλες ολοένα και πιο κοντά στην Ουάσιγκτον, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αρχίζουν πλέον να συνειδητοποιούν ότι είναι προς το συμφέρον τους να διατηρήσουν στενούς δεσμούς με την Κίνα. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Σε μία εποχή γεωπολιτικής φρενίτιδας, ο σινοευρωπαϊκός εμπορικός τζίρος έφτασε πέρυσι στα 856 δισ. ευρώ, από 738 δισ. ευρώ το 2021. Για αυτό η Φον ντερ Λάιεν δεν μιλά για αποσύνδεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Κίνα, όπως κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά για ανάγκη μείωσης του ρίσκου. Ακόμα και αυτός ο στόχος, ωστόσο, μοιάζει μάλλον ανέφικτος. Μέσα στην εβδομάδα η Airbus υπέγραψε διάφορες συμφωνίες για την πώληση αεροσκαφών και την επέκταση των δραστηριοτήτων της στην Κίνα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει θεωρητικά να συνδέσει το μέλλον των σινοευρωπαϊκών σχέσεων με τη στάση της Κίνας στο ουκρανικό. Και εδώ, ωστόσο, υπάρχουν αμφιβολίες. Η Κίνα δεν φταίει για τη ρωσική εισβολή - ούτε πρόκειται να υιοθετήσει την αμερικανική και ευρωπαϊκή πολιτική των κυρώσεων. Το να ζητάει, λοιπόν, η Ευρώπη από την Κίνα να μεσολαβήσει στη Ρωσία, ώστε να σταματήσει ο πόλεμος με τους όρους που θέλει η Δύση, μάλλον απέχει από το να θεωρείται ρεαλιστικό. Ο κόσμος αλλάζει και η θέση της Κίνας στη νέα τάξη πραγμάτων είναι εξέχουσα. Η χώρα έχει το δικό της σύστημα διακυβέρνησης, που προφανώς δεν αρέσει στη Δύση, αλλά ακολουθώντας τον δρόμο της κατάφερε να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και ανερχόμενος γεωπολιτικός παίκτης. Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν αποκατέστησαν διπλωματικές σχέσεις με κινεζική μεσολάβηση πριν λίγες εβδομάδες. Η κινεζική διπλωματία δρα αθόρυβα.
Η Ευρώπη πράττει σωστά που θέλει να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της έναντι της Κίνας. Άλλο, βέβαια, αυτό και άλλο να θέτει στόχους που δεν μπορεί να επιτύχει ή να καλλιεργεί προσδοκίες που δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Η ευρωπαϊκή συνεργασία με την Κίνα -παρά τις υπάρχουσες διαφορές- είναι μονόδρομος. Μία τέτοια εξέλιξη θα ευνοήσει την Ελλάδα, η οποία ναι μεν ανήκει στη Δύση, αλλά χρειάζεται την Κίνα για διάφορους λόγους. Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα εξήγαγε το 2022 στην ασιατική χώρα προϊόντα αξίας μόλις 400 εκατ. ευρώ. Το περιθώριο για βελτίωση είναι τεράστιο. Το ίδιο ισχύει για την αναμενόμενη άφιξη Κινέζων τουριστών το καλοκαίρι, πρώτη φορά μετά την πανδημία. Επίσης, η Ελλάδα καλό είναι να μην χάσει -μετά τη Ρωσία- ακόμα ένα μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η επίσκεψη των Μακρόν και Φον ντερ Λάιεν στην Κίνα αποτελεί θετική εξέλιξη και ευθυγραμμίζεται με το ελληνικό εθνικό συμφέρον. Όσο λιγότερες εντάσεις, τόσο καλύτερα.
* Ο δρ Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι λέκτορας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο (Cife) και Fellow στο Κέντρο Μπέγκιν Σαντάτ του Ισραήλ. Την τρέχουσα περίοδο διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Luiss της Ρώμης