Συνύπαρξη αστικής πραγματικότητας και ονειρικού στοιχείου
Τραγουδοποιός
Τρεις δίσκοι σε τέσσερα χρόνια είναι κάτι μάλλον ασυνήθιστο για την εποχή μας. Είσαι όντως τόσο παραγωγικός και, αν ναι, σε τι ακριβώς οφείλεται αυτό; Είναι μια εσωτερική ανάγκη ή κάτι άλλο;
Πιστεύω ότι η παραγωγικότητα καθοδηγείται από έναν συνδυασμό εσωτερικής ανάγκης και συνεχούς ενασχόλησης με το αντικείμενό σου. Η μουσική είναι συνεχώς παρούσα στη σκέψη μου και έτσι το γράψιμο μετατρέπεται σε καθημερινή ανάγκη. Το αντιμετωπίζω και σαν άσκηση που με κρατάει σε δημιουργική φόρμα. Κάποιες φορές τα τραγούδια αυτά δεν γίνονται τίποτα και άλλες φορές ιδέες που είχα αφήσει για καιρό ή δεν τους είχα δώσει σημασία γίνονται ολοκληρωμένα τραγούδια.
Η τόσο χαρακτηριστική τοποθέτηση και εκφορά της φωνής σου είναι φυσική και απλώς την καλλιέργησες ή έστρεψες συνειδητά την ερμηνεία σου προς αυτή την κατεύθυνση;
Μου πήρε κάποιο χρόνο να ανακαλύψω το φυσικό εύρος της φωνής μου κι αυτό συνέβη τόσο μέσα από εξάσκηση όσο και από πειραματισμό. Σε έναν βαθμό λοιπόν συμβαίνουν και τα δύο. Η εκφορά είναι φυσική κι από κει και πέρα η πορεία προς την εξέλιξη στρέφεται μοιραία προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Το «XVIII» ήταν ένα άλμπουμ με ήδη έντονο προσωπικό ύφος, μια πολύ συγκροτημένη άποψη περί ηλεκτρονικής pop, που μάλιστα ήταν έργο μόνο δύο μουσικών, εσένα και του παραγωγού Βασίλη Ντοκάκη. Γιατί λοιπόν δεν επανέλαβες τη συνεργασία, αλλά στο «May your dreams come true» αποφάσισες να κινηθείς προς μια πάρα πολύ διαφορετική;
Για εμένα ένας δίσκος είναι κάτι περισσότερο από μια συλλογή τραγουδιών. Κάθε τραγούδι ενός δίσκου συμπληρώνει και συμβάλλει στη δημιουργία ενός μοναδικού κόσμου κι αυτό από μόνο του θέτει ξεχωριστές ανάγκες κάθε φορά σε σχέση με την παραγωγή. Με ενδιαφέρει ο κάθε δίσκος να είναι μεν αναγνωρίσιμα δικός μου, αλλά ταυτόχρονα να έχει και τον δικό του ξεχωριστό χαρακτήρα κι αυτό συμβαίνει μοιραία όταν συνεργάζεσαι με άλλα άτομα, ειδικά στην παραγωγή. Ωστόσο, μέχρι στιγμής έχω αποφύγει να επαναλάβω δύο φορές την ίδια συνεργασία, όσο επιτυχημένη κι αν ήταν, καθώς δεν με ενδιαφέρει να βρω μια φόρμουλα που λειτουργεί και να την επαναλαμβάνω. Με ενδιαφέρει να υπάρχουν σημεία διαφυγής και χώρος για αναθεώρηση και εξέλιξη.
Το ότι τα ηλεκτρονικά αυτή τη φορά περνάνε σε δεύτερο πλάνο και τον πρώτο λόγο έχουν οι κιθάρες και τα φυσικά ντραμς, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί σε δίσκο σου, ήταν μόνο ζήτημα αισθητικής επιλογής και ενορχηστρωτικής διαφοροποίησης ή έχει να κάνει με την ίδια τη φύση των καινούργιων τραγουδιών;
Είναι και τα δύο. Ηλεκτρονικά στοιχεία υπάρχουν και σ’ αυτό το άλμπουμ και μάλιστα πολλά, όπως αντίστοιχα στο προηγούμενο υπήρχαν φυσικά τύμπανα και κιθάρες. Ένας βασικός παράγοντας που πιστεύω ότι επηρέασε συνολικά τον ήχο του δίσκου ήταν η απόφαση να εντάξουμε τα φυσικά έγχορδα στις ήδη υπάρχουσες ενορχηστρώσεις κι αυτό υπαγόρευσε το να αντικαταστήσουμε και πολλά άλλα ηλεκτρονικά στοιχεία με φυσικούς ήχους και εντέλει το αποτέλεσμα να ακούγεται πιο φυσικό απ’ όσο στις προηγούμενες εργασίες μου.
Ποια και πόσο μεγάλη ήταν η συμβολή του Fred Afraid στο τελικό αποτέλεσμα;
Ηταν πολύ μεγάλη. Σε αρκετές περιπτώσεις, και κυρίως όσον αφορά την πρώτη πλευρά του δίσκου, βοήθησε να «λυθούν» τα τραγούδια συμβάλλοντας στο στοιχείο της κίνησης και του ρυθμού, ενώ σε άλλες με βοήθησε να δω τα τραγούδια ή μέρη αυτών από εντελώς άλλη οπτική γωνία. Συνολικά η συνεργασία μας εμπεριείχε πολύ έντονα το στοιχείο του πειραματισμού και της δοκιμής σε επίπεδο παραγωγής, κάτι που για εμένα είναι η χαρά μιας συνεργασίας.
Κάνω λάθος ή αυτό το άλμπουμ, πολύ περισσότερο από το προηγούμενο, είναι ο δίσκος σου «της πανδημίας και της καραντίνας»; Αν όχι, με ποιον τρόπο επηρέασε αυτή η διεθνής συγκυρία το γράψιμο των τραγουδιών; Αν και πολλά από τα τραγούδια γεννήθηκαν μέσα στα lockdown και σε έναν βαθμό αποτυπώνουν το αίσθημα της αβεβαιότητας και της
αμετάκλητης αλλαγής που κυριαρχούσε εκείνες τις ημέρες, δεν θα τον χαρακτήριζα «δίσκο πανδημίας». Συμβαίνει απλώς ότι αυτό το ερέθισμα αποτέλεσε αρχή για μια περαιτέρω αναζήτηση πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, το πώς δηλαδή κανείς βιώνει την ελπίδα μέσα σε μια περίοδο κρίσης και τι ακριβώς σημαίνει αυτή η ελπίδα, πώς βιώνεται και πώς εκφράζεται.
Τα τραγούδια σου πάντως είναι προϊόν της πόλης, γεννιούνται και γράφονται στο αστικό περιβάλλον και είναι προορισμένα να ακούγονται σ’ αυτό, έτσι δεν είναι;
Οχι απαραίτητα. Έχουν μεν συλληφθεί και γεννηθεί σε αστικό περιβάλλον, οπότε ενέχουν τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς που συνδέονται μ’ αυτό, αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχεται σ’ αυτά και το ονειρικό στοιχείο το οποίο ξεφεύγει από τοπικούς προσδιορισμούς.
Ο Johnny Labelle ξεκίνησε το 2019 με το «Cold fruit», έναν δίσκο με πολυσυλλεκτικές συνεργασίες, που τον ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα το πολύ πιο προσωπικό «XVIII», για να έρθει πριν από περίπου έναν μήνα η τρίτη εργασία του «May your dreams come true», στην οποία αλλάζει για ακόμα μία φορά δραστικά το ύφος του. Τραγουδοποιός με δική του στιχουργική και ακόμα περισσότερο μουσική γραφή και τραγουδιστής με όχι μόνο πολύ ιδιαίτερο ηχόχρωμα, αλλά και τρόπο ερμηνείας, χωρίς να το θέτει ως αυτοσκοπό, αποτελεί μια σχεδόν μοναδική περίπτωση ανάμεσα στους και στις ομοτέχνούς/ές του.
Πες μου επιγραμματικά ποιες είναι οι κυριότερες συνθετικές αλλά και ερμηνευτικές επιρροές σου.
Οι επιρροές μου δεν είναι συγκεκριμένες ούτε ιεραρχημένες, αλλά μάλλον θραυσματικές και αποσπασματικές. Ωστόσο, μπορώ να αναφέρω ενδεικτικά κάποια ονόματα, όπως της Haley Fohr, καθώς ο τρόπος που τραγουδά έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να ανακαλύψω μέσω πειραματισμών τη δική μου φωνή, του Scott Walker τόσο για την ερμηνεία του όσο και για τις «απόκοσμες» παραγωγές των δίσκων του και το project «Caretaker» του Leyland James Kirby, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το concept του «παρανοϊκού crooner» στη δική μου μουσική.
Μπορεί το concept αλλά και η ατμόσφαιρα του δίσκου να μεταφερθούν στη σκηνή χωρίς πολύ μεγάλες απώλειες;
Η επιλογή να εμφανίζομαι μόνος στη σκηνή έχει καθιερωθεί ως concept και όχι απλώς και μόνο για πρακτικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά, ναι, θα ήθελα κάποια στιγμή να εμφανιστώ με τη συνοδεία πολλών μουσικών και να μεταφέρω αυτούσια την ενορχήστρωση, κάτι που δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμο, αλλά εύχομαι κάποια στιγμή να το καταφέρω.
Και τα προσεχή σχέδιά σου; Υπάρχουν ήδη ιδέες, ίσως και κάποια γραμμένα τραγούδια για την επόμενη εργασία σου;
Θα ακολουθήσει μια σειρά ζωντανών εμφανίσεων για την παρουσίαση του δίσκου. Παράλληλα, δουλεύω ήδη πάνω σε νέο υλικό, το οποίο θα ηχογραφήσω σύντομα.
Υλικό που σίγουρα θα αποτελέσει έκπληξη και πριν από όλους/ες μάλλον για τον ίδιο, κάτι που είναι και η διαρκής δημιουργική πρόκληση την οποία θέτει στον εαυτό του ο Johnny Labelle.