Δίχως φόρμουλα
τα smartphones της Apple μέχρι τα αθλητικά παπούτσια της Nike.
Οι οικονομολόγοι συγκρίνουν τη δημογραφική κρίση της Κίνας με εκείνη που έβαλε τέλος στην οικονομική άνθηση της Ιαπωνίας, τη δεκαετία του 1990, και έκτοτε παγίδευσε την οικονομία της σε κύκλους ασθενικής ανάπτυξης.
Ανερχόμενη δύναμη
Αλλά την ώρα που αυτές οι ενατενίσεις του μέλλοντος προκαλούσαν κατήφεια στους κύκλους των οικονομολόγων, μια είδηση από τα πρωτοσέλιδα της περασμένης εβδομάδας έφερε πάλι αισιοδοξία και σκεπτικισμό μαζί…
Η Ινδία πρόκειται να ξεπεράσει πληθυσμιακά την Κίνα πολύ σύντομα -μέχρι τα μέσα του χρόνουκαι θα είναι πλέον αυτή η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο, όπως ανακοίνωσαν τα Ηνωμένα Έθνη με βάση τις εκτιμήσεις τους. Ο ινδικός πληθυσμός αναμένεται να φτάσει τα 1,4286 δισεκατομμύρια, δηλαδή 2,9 εκατομμύρια περισσότερα από εκείνον της Κίνας, με τα 1,4257 δισεκατομμύρια.
Σημειωτέον ότι πρόκειται μόνο για εκτιμήσεις του ΟΗΕ, καθώς δεν έχει γίνει απογραφή στην Ινδία από το 2011. Έπειτα από 140 χρόνια αδιάλειπτων απογραφών κάθε δέκα χρόνια, η προγραμματισμένη για το 2021 ακυρώθηκε λόγω της πανδημίας και αναβλήθηκε για το 2022. Τώρα έχει μετατεθεί εκ νέου για το 2024.
Η αύξηση του πληθυσμού της Ινδίας καταγράφεται την ώρα που κι εκεί τα ποσοστά των γεννήσεων έχουν μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, από 5,7 γεννήσεις ανά γυναίκα το 1950, σε 2,2 σήμερα. Αλλά αυτό είναι σημάδι προόδου, λένε οι ειδικοί, καθώς έχουν βελτιωθεί θεαματικά μια σειρά από δείκτες της ποιότητας ζωής.
Η Ινδία γνώρισε ταχεία αύξηση του πληθυσμού της, σχεδόν κατά 2% ετησίως, για μεγάλο μέρος του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, καθώς αυξάνονταν εισοδήματα και προσδόκιμο ζωής. Η κυβέρνηση εγκαινίασε ένα πρόγραμμα οικογενειακού προγραμματισμού το 1952 και έθεσε σε εφαρμογή μια εθνική πολιτική ελέγχου της πληθυσμιακής αύξησης για πρώτη φορά μόλις το 1976, την εποχή που στην Κίνα ίσχυε ήδη η αυστηρή πολιτική του ενός παιδιού. Σύμφωνα με τους δημογράφους, η Ινδία έχει αυξήσει τον πληθυσμό της κατά περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο μετά την ανεξαρτησία της το 1947 και ο πληθυσμός της αναμένεται να συνεχίζει να αυξάνεται για άλλα σαράντα χρόνια. Αν και αυτό δεν ενθουσιάζει ιδιαίτερα τους ίδιους τους Ινδούς, που σε μια έρευνα του ΟΗΕ δήλωσαν κατά πλειοψηφία ότι ο πληθυσμός της χώρας τους είναι ήδη πολύ μεγάλος και τα ποσοστά γεννήσεων πολύ υψηλά, η «ανάδειξη» της Ινδίας σε πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου δημιουργεί de facto νέα δεδομένα και νέες ευκαιρίες γι’ αυτήν.
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, σύμφωνα με το BBC, να ενισχύσει τις προοπτικές επιτυχίας της πάγιας διεκδίκησης του Νέου Δελχί για μια μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο έχει
Μέχρι στιγμής, η Ινδία δεν έχει κατορθώσει να επαναλάβει αυτή τη φόρμουλα ή να αναπτύξει μια δική της που θα της επέτρεπε να επιτύχει περισσότερα από τα επιμέρους κέρδη. Την ίδια ώρα, οι υποδομές της, αν και έχουν βελτιωθεί σημαντικά σε σχέση με το επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν πριν από μερικές δεκαετίες, παραμένουν πολύ πίσω από εκείνες της Κίνας, εμποδίζοντας τις ξένες επενδύσεις, που έτσι κι αλλιώς έχουν μείνει στάσιμες τα τελευταία χρόνια. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι μόνο 1 στις 5 Ινδές είναι ενταγμένη στο επίσημο εργατικό δυναμικό της χώρας, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά οπουδήποτε στον κόσμο. Εκτός από το να στερεί από εκατοντάδες εκατομμύρια νεαρές γυναίκες τα όνειρά τους, ένα σύστημα που τις αποτρέπει να διεκδικήσουν θέσεις εργασίας λειτουργεί ως ισχυρό φρένο στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Βέβαια, η ινδική οικονομία αναπτύσσεται ραγδαία, πολύ πιο γρήγορα από τον πληθυσμό, και έτσι το ποσοστό των Ινδών που ζουν σήμερα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας έχει μειωθεί κατακόρυφα. Με βάση βέβαια τα παγκόσμια πρότυπα, η μεγάλη πλειονότητα των Ινδών παραμένουν φτωχοί. Για να καταλάβει κάποιος τι σημαίνει αυτό, θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι το εισοδηματικά κορυφαίο 10% του ινδικού πληθυσμού αφορά όσους κερδίζουν μόλις 300 δολάρια τον μήνα.
Οι οικονομικές «ιδιαιτερότητες» έχουν δημιουργήσει έντονο ανταγωνισμό ακόμη και για θέσεις εργασίας χαμηλού προφίλ, ενώ έχουν πυροδοτήσει την ανυπομονησία σε μια φιλόδοξη ανερχόμενη μεσαία τάξη εντείνοντας τον κίνδυνο κοινωνικής αστάθειας, καθώς όνειρα και πραγματικότητες αποκλίνουν.
Ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει σε μεγάλο βαθμό άνισος, με ορισμένα κρατίδια να έχουν οικονομίες που συγκρίνονται με εκείνες χωρών μεσαίου εισοδήματος και άλλα να αγωνίζονται να παρέχουν στους πληθυσμούς τους τα βασικά. Και η κατανομή των πόρων της κεντρικής κυβέρνησης γίνεται όλο και συχνότερα ένα πολιτικό ζήτημα που προκαλεί εντάσεις, δοκιμάζοντας τις αντοχές του ομοσπονδιακού συστήματος διακυβέρνησης.
Τόσο ίδιοι, τόσο διαφορετικοί
Οι παρατηρητές που προσπαθούν να εντοπίσουν κοινά σημεία στις πορείες Ινδίας και Κίνας επισημαίνουν ότι οι δύο χώρες βρίσκονταν ουσιαστικά στην ίδια αφετηρία στον στίβο της οικονομικής ανάπτυξης, έχοντας περίπου ίση κατά κεφαλήν οικονομική παραγωγή τη δεκαετία του 1970. Αλλά η Κίνα κατόρθωσε να οργανώσει μια οικονομία που δημιούργησε περισσότερο πλούτο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ιστορία, ενώ, αντίθετα, στις τρεις δεκαετίες από την απελευθέρωση της οικονομίας της, η Ινδία παραμένει πολύ πίσω σε πολλούς από τους βασικούς δείκτες.
Σήμερα η οικονομία της Κίνας είναι περίπου πέντε φορές το μέγεθος της οικονομίας της Ινδίας. Στον μέσο Κινέζο αντιστοιχεί οικονομική παραγωγή σχεδόν 13.000 δολαρίων ετησίως, ενώ στον μέσο Ινδό λιγότερο από 2.500. Στους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης, η αντίθεση είναι ακόμη πιο έντονη, με τα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας να είναι πολύ υψηλότερα στην Ινδία, το προσδόκιμο ζωής χαμηλότερο και η πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υγιεινής λιγότερο διαδεδομένη.
Η απόκλιση, λένε οι αναλυτές, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας στην Κίνα, στη μεταρρύθμιση του συστήματος διαχείρισης γης, στο άνοιγμα της οικονομίας πολύ νωρίτερα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, και στην ενιαία εστίαση στην ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών.
Από την πλευρά της, η Ινδία προσδέθηκε στο άρμα του παγκόσμιου καπιταλισμού μια δεκαετία αργότερα. Και η στόχευσή της παρέμεινε αποσπασματική και σε μεγάλο βαθμό υποχείρια της δύσκολης πολιτικής διαχείρισης πολιτικοκοινωνικών ισορροπιών και ανταγωνιστικών συμφερόντων ανάμεσα σε βιομήχανους, συνδικάτα, αγρότες και φατρίες σε όλο το κοινωνικό φάσμα.
Παρ’ όλα αυτά, πάντα υπάρχει μια κρυμμένη ευκαιρία, και στη σημερινή συγκυρία αυτή ίσως δεν είναι άλλη από τη σταδιακή οικονομική «αποδέσμευση» της Δύσης από την Κίνα ελέω γεωπολιτικών και άλλων ανταγωνισμών, αν και δεν αποκλείεται, τουλάχιστον σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, η τάση να είναι συγκυριακή.
Σε κάθε περίπτωση, είναι μια μεγάλη πρόκληση για τον νεοεισερχόμενο παίκτη στη διεθνή σκηνή. Η γεωπολιτική συγκυρία είναι ευνοϊκή, καθώς η Δύση έχει αναγάγει τον οικονομικό ανταγωνισμό και τη διαπάλη της για παγκόσμια επιρροή με την Κίνα σε ιδεολογική «μάχη» ανάμεσα στη «δημοκρατία και στον αυταρχισμό». Σε αυτή τη σκληρή, νεοψυχροπολεμική παρτίδα, ο Μόντι έχει έναν άσο στο μανίκι. Όπως επιμένει να υπενθυμίζει, η Ινδία είναι η πολυπληθέστερη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία του κόσμου…
Ατενίζοντας το μέλλον