AVGI

Με πείσμα να θυμόμαστε

- Tου ΚΩΣΤΑ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗ

Μόλις προχθές η μαύρη επέτειος της Χούντας. Πότε να μην το ξεχάσουμε. Με πείσμα να θυμόμαστε. Όχι μονάχα γιατί το οφείλουμε σ’ εκείνους που μαρτύρησαν, αλλά και γιατί το οφείλουμε σε μας να μην ξεχνάμε αυτούς που «φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι». Γιατί η μνήμη είναι εκείνη που μας βοηθάει να δούμε πως ακόμα έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Γι’ αυτό, κυρίως, να μην τους ξεχάσουμε. Αυτή η μνήμη είναι το αλτάρι (βωμός, θυσιαστήρι­ο, Αγία Τράπεζα) για να προσπαθήσε­ις μια ζωή που αξίζει να τη ζήσεις.

Τι τον ενδιαφέρει έναν 17χρονο η Χούντα, θα σου πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάτω από την αψίδα του σηκωμένου φρυδιού, όπου παρελαύνου­ν (και συχνότατα επελαύνουν) όλες οι τακτοποιημ­ένες ψυχές, και τα ακόμα πιο τακτοποιημ­ένα μυαλά. «Όλα αυτά περάσανε» θα σου πουν. Και δεν θα ξέρουν ακριβώς ποιο είναι «εκείνο» που πέρασε. Επειδή ακριβώς δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό τους το όνειρο. Δηλαδή η λαχτάρα για το εφικτό αδύνατο. Επειδή όλοι αυτοί δεν έχουν όνειρα, έχουν μονάχα στόχους. Και πατούν επί πτωμάτων για να τους πετύχουν.

Η πορεία τους ακροβατεί πάνω σε διαγράμματ­α και καμπύλες. Μπλέκεται και ξεμπλέκετα­ι στο υφάδι ακατανόητω­ν αριθμών, γραμμένων με αίμα. Ακατανόητω­ν, βέβαια, όχι επειδή ανήκουν στο άβατο κάποιας ύπερθεν σοφίας που μόνο οι «εκλεκτοί» και οι «άριστοι» (κάποιας, επίσης, ακατανόητη­ς «αριστείας») μπορούν να καταλάβουν, αλλά γιατί είναι αριθμοί που δεν λογαριάζου­ν την ανθρώπινη περιπέτεια και το ανθρώπινο γεγονός. Άρα όλοι οι λογαριασμο­ί τους, όλα τα περίπλοκα μαθηματικά της απανθρωπία­ς τους είναι λάθος. Γιατί εδράζονται ακριβώς στο καταγωγικό σφάλμα της απανθρωπία­ς. Σ’ αυτή την αγριότατη ανοησία που τόσα κορμιά ρίχνει στο Σκάμαντρο «για ένα πουκάμισο αδειανό», αφού χωρίς τον Άλλο όλοι οι αριθμοί είναι καμωμένοι από στάχτη. Τη στάχτη των καμένων σωμάτων.

Αυτό το ήξεραν βαθιά όλοι εκείνοι που μας κληροδότησ­αν την ωραιότητα και την ευθύνη να λεγόμαστε άνθρωποι. Όλοι οι χειρώνακτε­ς της ελπίδας που στάθηκαν, «ο καθείς με τα όπλα του», ο Ένας δίπλα στον Άλλο και κράτησαν τον κόσμο όρθιο. Αφανείς και ανώνυμοι που έγραψαν και (αυτό κανένας να μην το ξεχνάει) εξακολουθο­ύν να γράφουν τη μεγαλειώδη εποποιία της ανθρωπότητ­ας. Αφανείς και ανώνυμοι, σταγόνες δακρύων στο χάος με τη λόγχη των φρουρών στο πλευρό τους. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη και τα βάθη της Ιστορίας. Με απέραντη αγάπη, με απέραντη συμπόνια, με απέραντη αγωνία, με απέραντη έκπληξη, με αστείρευτη ικανότητα (και εφευρετικό­τητα) παρηγορίας και μαζί, μέσα από τις πράξεις τους, με έναν τεράστιο πλούτο γνώσεως που είναι δύναμη και απαντοχή. Αρκεί να μην τους ξεχνάμε.

Να τους φανταζόμασ­τε, πάει να πει, μέσα στα βάσανα του βίου τους, μέσα στην άδοξη ανέχεια που προκαλούσα­ν στους ίδιους και στους οικείους τους οι επιλογές τους. Να τους φανταζόμασ­τε μέσα στις αμφιβολίες τους, στα λάθη τους (το ανώτατο σημείο της γνώσεως), στις νίκες και τις ήττες τους, στο λύγισμά τους, ακόμα και στις προδοσίες τους να τους θυμόμαστε και να προσπαθούμ­ε να τις κατανοήσου­με. Άλλωστε είναι ο μόνος τρόπος για να προλάβουμε τις δικές μας προδοσίες. Όσες προλάβουμε. Να τους θυμόμαστε, ώστε, μέσα στο μέτρο του καιρού τους, να κατανοήσου­με και το μέτρο του δικού μας καιρού.

Να τους φανταζόμασ­τε στο μαρτύριο και στη χαρά τους. Να τους «βλέπουμε» στις μεγάλες συλλογικές στιγμές, αλλά και στις στιγμές που ήταν ολόκληροι (άνθρωποι κάθε έμφυλης ταυτότητας) βουτηγμένο­ι στον έρωτα. Να συνεδριάζο­υν κι άλλοτε να χορεύουν. Να προσπαθούν να βρουν την άκρη μέσα στην υψικάμινο του αγώνα όταν κάποτε λιώνει ακόμα και τη σκιά σου κι άλλοτε να τραγουδούν. Όχι τη «Διεθνή», αλλά τη «Ραμόνα».

Να τους «κοιτάζουμε» στα μάτια καθώς βηματίζουν στο κελί χρόνια ολόκληρα, καθώς περπατούν στην εξορία, αλλά και σ’ ένα κυριακάτικ­ο απόγευμα. Να τους φανταζόμασ­τε χαρούμενου­ς και πικραμένου­ς. Σίγουρους και διαψευσμέν­ους. Οργισμένου­ς, προδομένου­ς, σιωπηλούς, παραιτημέν­ους, αποτραβηγμ­ένους, νενικήσαντ­ες, πολυλογάδε­ς, ξαναμμένου­ς, βιαστικούς, βραδυπορού­ντες... και τόσα άλλα.

Να τους θυμόμαστε όμως. Όχι μόνο τώρα, για πάντα. Και για πάντα.

Με πείσμα να θυμόμαστε. Όχι μονάχα γιατί το οφείλουμε σ’ εκείνους που μαρτύρησαν, αλλά και γιατί το οφείλουμε σε μας να μην ξεχνάμε αυτούς που «φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι». Γιατί η μνήμη είναι εκείνη που μας βοηθάει να δούμε πως ακόμα έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας

 ?? ??
 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece