Ο Μπο φοβάται (Beau is afraid)
Σκηνοθεσία: Άρι Άστερ Πρωταγωνιστούν: Χοακίν Φίνιξ, Πάρκερ Πόουζι, Νέιθαν Λέιν, Έιμι Ράιαν
Ενας εσωστρεφής και φοβισμένος άνδρας ζει μόνος του σε ένα διαμέρισμα μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς. Μέσα από εντατικές συνεδρίες ψυχανάλυσης προετοιμάζεται για μια επίσκεψη στο πατρικό του προκειμένου να αντιμετωπίσει τη μητέρα του. Ο Άρι Άστερ, μετά τον υπαρξιακό τρόμο στη «Διαδοχή» και τον ψυχεδελικό εφιάλτη που έφτιαξε με το «Μεσοκαλόκαιρο», χαρακτηρίστηκε (δυστυχώς) από μεγάλο μέρος της παγκόσμιας κριτικής σαν το νέο τρομερό παιδί του κινηματογράφου. Στην τρίτη του ταινία, λοιπόν, αφήνει τις καταβολές του τρόμου και, στην προσπάθειά του να σταθεί δίπλα στον Μπουνιουέλ στο σαλόνι των αδάμαστων auteur, επιστρατεύει τον Χοακίν Φίνιξ για ένα τρίωρο magnum opus ενδοσκόπησης. Η ταινία «Ο Μπο φοβάται» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα αυτάρεσκο, φροϋδικό τριπ από έναν (ημι)ταλαντούχο αφηγητή, που μπορεί να ξέρει πώς να φτιάχνει υποβλητικές εικόνες, όμως έχει αφεθεί ανεξέλεγκτος να βγάλει τα απωθημένα του έχοντας εμφανώς πέσει θύμα του ίδιου του ναρκισσισμού
του. Φαίνεται πως τα υπερβολικά συγχαρητήρια των αυλικών μετά το «Μεσοκαλόκαιρο» τον έκαναν να καβαλήσει όλα τα καλάμια του κόσμου και να νιώσει ικανός να στήσει μια πολυεπίπεδη ψυχολογική οδύσσεια ενός δυσλειτουργικού ενήλικα, δέσμιου της παρεννοημένης ιδέας της παρθενίας του, που προκύπτει από ένα βαρύ φορτίο - ο πατέρας του πέθανε από ανακοπή τη μοναδική φορά που έκανε έρωτα με τη μητέρα του, δηλαδή την ώρα της σύλληψής του.
Ο Χοακίν Φίνιξ υποδύεται έναν ταραγμένο άνθρωπο, που κάνει τον ήρωα που είχε ερμηνεύσει στο «Her» του Σπάικ Τζόνζι να μοιάζει με εξωστρεφές party animal. Ξεκινάει λοιπόν ένα ταξίδι αυτογνωσίας που θα αποκτήσει βιβλικές διαστάσεις τιμωρίας, καθώς θα δικαστεί για όλες τις μύχιες σκέψεις απέναντι στον μητριαρχικό τρόμο που τον κατέτρωγε εσωτερικά. Η λύτρωση θα έρθει μέσα από πομπώδεις σεκάνς με διαφορετικό ύφος και άνισους ρυθμούς: από τη γέννησή του στο μαιευτήριο στο μίζερο διαμέρισμά του, από την ψυχοβγαλτική του φιλοξενία σε ένα σπίτι γιατρών μέχρι μια θεατρική παράσταση και από τις ενδοοοικογενειακές ενοχές μέχρι τη δίκη προθέσεων στο εσωτερικό μιας μήτρας... Πιθανολογώ ότι με τούτο το ογκώδες και υδροκέφαλο δημιούργημα ο Άστερ θεωρεί πως υπέγραψε ένα φλεγματικό έπος που απογειώνει τις φιλοσοφικές αγωνίες τους φροϋδικού σινεμά μέσα από ένα προικισμένο σύνολο ιδεών που θα σοκάρει. Στην πραγματικότητα υπέγραψε ένα ανέραστο έργο, με σκηνοθεσία που πάσχει από όλες τις παθογένειες του artsy fartsy σινεμά και με ένα πλαδαρό σενάριο που εκτίθεται στα έμπειρα μάτια.
Αν υπάρχει εφάμιλλη ταινία στο σύγχρονο σινεμά, είναι το «Η συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» (2008) του Κάουφμαν, που όμως, με όλα τα προβλήματα στην ασυμμάζευτη δομή της, ήταν μια δημιουργία που τη διέκρινε αληθινή έμπνευση και έμοιαζε σχεδόν ταπεινή και χαμηλοβλεπούσα μπροστά στην αδικαιολόγητη έπαρση του κυρίου Άστερ.
Εξοντωτικά εγκεφαλικό έργο με ανοικονόμητη αφήγηση