Επιχείρηση «Εύρηκα» εναντίον της Ντρανγκέτα
Πάνω από 150 συλλήψεις παγκοσμίως μελών της ισχυρότερης μαφιόζικης οργάνωσης, που ευθύνεται για τη διακίνηση 25 τόνων κοκαΐνης στην Ευρώπη, σε συντονισμένες επιχειρήσεις διωκτικών Αρχών Ιταλίας, Γερμανίας και Βελγίου
Σημαντικό πλήγμα στη διαβόητη Ντρανγκέτα, τη μαφιόζικη οργάνωση της Καλαβρίας που στο μεταξύ έχει μετεξελιχθεί σε μια πολυεθνική εταιρεία οργανωμένου εγκλήματος με παρακλάδια σε διάφορες ηπείρους, σημείωσαν χθες οι ευρωπαϊκές διωκτικές Αρχές. Από το πρωί της Τετάρτης εκπρόσωποι της ιταλικής Δικαιοσύνης έκαναν λόγο για περίπου 150 συλλήψεις υπόπτων, 105 εκ των οποίων στην Ιταλία. Εκτεταμένες ήταν οι επιχειρήσεις και στη Γερμανία, όπου έχουν εκδοθεί πάνω από 30 εντάλματα σύλληψης στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, στη Βαυαρία, στη Θουριγγία, στη Ρηνανία-Παλατινάτο και στο Σάαρλαντ. Πάντως, αρκετοί ύποπτοι έχουν καταφέρει να διαφύγουν.
Αιφνιδιαστικές επιδρομές των διωκτικών Αρχών πραγματοποιήθηκαν επίσης σε πολλές άλλες χώρες - στο Βέλγιο, στην Πορτογαλία, στη Γαλλία, στη Σλοβενία, στη Ρουμανία, στη Βραζιλία και στον Παναμά. Στο επίκεντρο των ερευνών, με το κωδικό όνομα «Επιχείρηση “Εύρηκα”», που διεξάγονται με άκρα μυστικότητα εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια, βρίσκεται το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών και ιδιαίτερα κοκαΐνης. Σύμφωνα με την αστυνομία της Βαυαρίας, «οι ιταλικές και οι βελγικές Αρχές μπορούν να αποδώσουν στοιχειοθετημένα στην εγκληματική οργάνωση την εισαγωγή και διακίνηση σχεδόν 25 τόνων κοκαΐνης». Οι κατηγορίες αφορούν επίσης ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, εμπορία όπλων και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Και στο παρελθόν η Ντρανγκέτα είχε απασχολήσει και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως τη νότια Γερμανία.
Πανευρωπαϊκή έρευνα πολλών ετών
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου, που επικαλείται πηγές της αστυνομίας της Ιταλίας, αποφασιστική συμβολή στην εξέλιξη της υπόθεσης έπαιξε το σπάσιμο των κωδικών των κρυπτοτηλεφώνων που χρησιμοποιούσαν οι μαφιόζοι. Στο παρελθόν απέφευγαν τις τηλεφωνικές συνομιλίες και ταξίδευαν εν ανάγκη και εκατοντάδες ή χιλιάδες χιλιόμετρα προκειμένου να συνεννοούνται πρόσωπο με πρόσωπο. Στη συνέχεια, και λόγω των δυσκολιών της μετακίνησης κατά την περίοδο του κορωνοϊού, άρχισαν να «δουλεύουν» με κινητά που χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες κρυπτογράφησης EncroChat και SkyEcc. Το σπάσιμό τους έδωσε άλλη διάσταση στην έρευνα και έφερε τις χθεσινές συλλήψεις. Οι Αρχές ασφαλείας της Βαυαρίας ισχυρίζονται πως βοήθησαν σημαντικά τους Ιταλούς ερευνητές «ξεκλειδώνοντας» το κινητό κρυπτοτηλέφωνο ενός από τους πιο σημαντικούς στόχους της «Επιχείρησης “Εύρηκα”» κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βαυαρία. Στην Ιταλία, την κύρια ευθύνη έχει η Εισαγγελία στο Ρέτζιο Καλάμπρια. Ιταλικές και βελγικές Αρχές έχουν από καιρό ενοποιήσει τις έρευνές τους. Στη Γερμανία ο συντονισμός έχει δοθεί στην Υπηρεσία Δίωξης του Οργανωμένου Εγκλήματος στην Εισαγγελία του Ντίσελντορφ.
Εισαγωγείς από τη Λατινική Αμερική
Οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες επιβολής του νόμου Europol και Eurojust συντονίζουν τη διεθνή συνεργασία. Το δίκτυο των υπόπτων μεγάλωνε όσο προχωρούσε η έρευνα. Σύμφωνα με τα ευρήματα των διωκτικών Αρχών, οι εγκέφαλοι του δικτύου φέρονται να εισήγαγαν μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης από τη Νότια Αμερική στην Ευρώπη. Τη μετέφεραν λαθραία σε πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων που έρχονταν σε λιμάνια όπως η Αμβέρσα, το Ρότερνταμ ή το Gioia Tauro στην Καλαβρία. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, οι φερόμενοι μαφιόζοι συνεργάστηκαν με την Primeiro Comando da Capital (PCC) στη Βραζιλία, την Clan del Golfo στην Κολομβία και μια ομάδα στον Ισημερινό με ρίζες στην Αλβανία. Για να ξεπλύνουν τα παράνομα μυθικά κέρδη τους, δημιούργησαν ένα παγκόσμιο δίκτυο ξεπλύματος βρόμικου χρήματος. Λέγεται ότι επένδυσαν μεγάλα χρηματικά ποσά σε εστιατόρια, ακίνητα και πλυντήρια αυτοκινήτων σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης αλλά και της Λατινικής Αμερικής.
Αυτό που συνδέει τους βασικούς υπόπτους της «Επιχείρησης “Εύρηκα”», διάσπαρτους σε πολλές ηπείρους, είναι το γεγονός ότι σχεδόν όλοι τους προέρχονται από το ορεινό χωριό της Καλαβρίας Σαν Λούκα. Το χωριό, με μόλις 3.400 κατοίκους, θεωρείται προπύργιο της μαφίας της Καλαβρίας. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι έχουν έναν συγγενή στην «οργάνωση». Το 2013 η κυβέρνηση της Ρώμης διόρισε έναν κομισάριο στη θέση του δημάρχου, αφού όλοι οι υποψήφιοι θεωρήθηκαν διαβρωμένοι από τη μαφία. Έγινε διεθνώς γνωστό, νωρίτερα τον Αύγουστο του 2007, όταν έξι άνδρες πυροβολήθηκαν εν ψυχρώ μπροστά από μια πιτσαρία στο Ντούισμπουργκ στη Γερμανία. Από το Σαν Λούκα προέρχονταν όχι μόνο τα θύματα, αλλά και οι δράστες, σε μια υπόθεση που προφανώς αφορούσε ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ δύο «φυλών» της καλαβρέζικης μαφίας.