H καθαρότητα φθείρει
Η
Ελλάδα δεν έχει ένα ειδικό πρόβλημα, που είναι η απουσία κουλτούρας συνεργασίας ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα. Έχει ένα γενικό πρόβλημα, που είναι η απουσία κουλτούρας συνύπαρξης. Μπορεί να το διαπιστώσει κανείς αυτό κοιτώντας σχεδόν παντού. Στα γήπεδα, όπου οι αγώνες διεξάγονται σχεδόν πάντα με οπαδούς μίας ομάδας μόνο στις εξέδρες - και όταν πρόκειται να φιλοξενηθούν και των δύο, όπως καλή ώρα στον τελικό του Κυπέλλου, μοιάζει σαν να μας ζητούν να πιούμε τη θάλασσα. Στην έλλειψη αποχρώσεων που ενοποιεί κάτω από τις φτερούγες της λόγους εντελώς αντιθετικούς μεταξύ τους στην πανσπερμία τοπικιστικών, ιδεολογικών, οπαδικών και θεματικών σεχτών, παντελώς αναντίστοιχων με την πολιτισμική δυναμική τους. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που παράγει σχέδια, κι αυτό είναι έως έναν βαθμό δημιουργικό. Αλλά είναι μια χώρα που δυσκολεύεται πάντα να ομοσπονδοποιήσει τα σχέδιά της.
Η συζήτηση περί απλής αναλογικής στην Ελλάδα γινόταν πάντα με όρους θέσης αρχής της Αριστεράς, η οποία ζητούσε να της αποδοθούν στο Κοινοβούλιο οι έδρες που κέρδιζε στην κάλπη. Μόνο από ελάχιστα ρεύματα όμως (ένα τμήμα της ανανεωτικής Αριστεράς) η απλή αναλογική συνδεόταν με την πρόταση να περάσουμε από τις μονοκομματικές στις πολυκομματικές κυβερνήσεις.
Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζονται την εμφάνιση του πιο αναλογικού εκλογικού συστήματος των τελευταίων 85 χρόνων τα κόμματα της χώρας μας, ακόμα κι αυτά που δεν υποστηρίζουν από θέση αρχής τις μονοκομματικές -και ανεξελεγκτες- κυβερνήσεις, δείχνει ότι σε μεγάλο βαθμό επιθυμία τους είναι να το
πετάξουν από πάνω τους σαν χλαίνη που βρομάει. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα αντιμετωπίζαμε μεγάλες δυσκολίες να εξηγήσουμε γιατί ένα μικρό κόμμα δηλώνει -διά του επικεφαλής του- ότι προτιμά «να του κοπεί το χέρι από τον ώμο», παρά να συνεργαστεί με το όμορο μεγαλύτερο κόμμα. Αλλά θα δυσκολεύονταν επίσης να κατανοήσουν και αυτή τη συζήτηση που άνοιξε για ακατανόητους λόγους περί «κυβέρνησης των ηττημένων» - μια εντελώς άτοπη έννοια σε εκλογές με αναλογικό, δηλαδή δίκαιο, σύστημα. Μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές μορφές της μεταπολεμικής Ευρώπης και της μετριοπαθούς Αριστεράς, ο Βίλι Μπράντ, κυβέρνησε ως επικεφαλής μιας «κυβέρνησης ηττημένων» χωρίς κανένας στη Γερμανία να σκεφτεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό.
Ωστόσο, ας σημειώσουμε κάτι που μοιάζει να αναδεικνύεται από τις μετρήσεις της περιόδου. Μολονότι η ιδέα της απλής αναλογικής ταλαιπωρήθηκε -για να το πούμε κομψά- από μια σειρά δηλώσεων που κατέληξαν να μετατρέπουν τον Μητσοτάκη από υπόλογο σε τιμητή σχετικά με την άρνησή του να συζητήσει συνεργασίες, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης, και ιδιαίτερα της Αριστεράς, μοιάζει να μην συμμερίζεται καθόλου αυτή την κάπως παλαιοκομματική αντίληψη περί καθαρότητας. Τις τελευταίες εβδομάδες, όποιος σήκωσε τους τόνους της καθαρότητας όχι απλώς δεν εμφάνισε συσπείρωση, αλλά υπέστη σημαντική φθορά. Αν αυτό το υπολογίσουν τα κόμματα του τόξου από το Κέντρο και αριστερότερα στις δύο εβδομάδες που έμειναν, ίσως το εκκρεμές της προτίμησης ανάμεσα στις ανεξέλεγκτες και στις ομοσπονδιακές κυβερνήσεις να αλλάξει συνολικά τον συσχετισμό των εκλογών.