Δραματικές οι συνθήκες διαβίωσης για τους φτωχούς επί Μητσοτάκη
Το 70,2% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει καθόλου έως λίγο ικανοποιημένο από την οικονομική του κατάσταση
Δραματικά είναι τα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας για τη διαβίωση πολιτών κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Σχετική έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ καταδεικνύει τις τεράστιες ταξικές διαφορές που παραμένουν στη χώρα μας, αποτυπώνοντας τις πολύ δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουν, ιδίως τα φτωχότερα στρώματα.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Περίοδος αναφοράς εισοδήματος: 2021), το 70,2% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει καθόλου έως λίγο ικανοποιημένο από την οικονομική του κατάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το ποσοστό καταγράφεται πριν από την ενεργειακή κρίση και την εκτόξευση του πληθωρισμού. Σημαντικό είναι το στοιχείο ότι μόλις το 2,3% του μη φτωχού πληθυσμού δηλώνει πλήρως ικανοποιημένο από την οικονομική του κατάσταση. Αναφορικά με τον βαθμό ικανοποίησης του πληθυσμού 16 ετών και άνω από την οικονομική του κατάσταση, ποσοστό 5,7% δηλώνει ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένο, ενώ πλήρως ικανοποιημένο δηλώνει το 1,9%. Το μεγαλύτερο ποσοστό του φτωχού πληθυσμού (70,2%) δηλώνει καθόλου έως λίγο ικανοποιημένο από την οικονομική του κατάσταση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται στο 25,9%. Πλήρως ικανοποιημένο από την οικονομική του κατάσταση δηλώνει μόνο το 2,3% του μη φτωχού πληθυσμού.
Πολύ ικανοποιημένο από τη χρήση του χρόνου του δηλώνει το 33,1%, ενώ πολύ ικανοποιημένο από τις προσωπικές του σχέσεις δηλώνει το 59%. Το 1,5% δηλώνει ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων εβδομάδων (που προηγήθηκαν της συνέντευξης) αισθανόταν μοναξιά, ενώ για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό τα ποσοστά ανέρχονται αντίστοιχα σε 2,3% και 1,3%. Από εκεί και πέρα, το 88,2% δηλώνει ότι έχει κάποιον άνθρωπο από τον οποίο μπορεί να ζητήσει ηθική, υλική και οικονομική βοήθεια, με τα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό να ανέρχονται αντίστοιχα σε 85,5% και 88,8%. Το 13,2% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δηλώνει -«συμφωνώ απόλυτα ή συμφωνώ»- ότι αισθάνεται κοινωνικά αποκλεισμένο / απομονωμένο, με τα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό να ανέρχονται αντίστοιχα σε 19,2% και 11,8%.
Κίνδυνος φτώχειας για 3 εκατ. πολίτες
Τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν στα προσφάτως δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τόσο για τη φτώχεια όσο και για τις ανισότητες στην Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτά, o πληθυσμός της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 26,3%, ήτοι 2,722 εκατ. άτομα, ή στο 29,1% (3.006.300 άτομα) με βάση τον ορισμό της ΕΛΣΤΑΤ του 2020. Όπως προκύπτει, πάνω από 1 στους 4 Έλληνες είναι αντιμέτωποι με έναν τέτοιο κίνδυνο. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα στοιχεία αναφέρονται στο 2022 (εισοδήματα του 2021), κάτι που συνεπάγεται ότι δεν συμπεριλαμβάνουν την περίοδο της έκρηξης των τιμών σε ενέργεια, ρεύμα, καύσιμα και τρόφιμα, η οποία οδήγησε σε επιπλέον μείωση των εισοδημάτων των πολιτών. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά τη Βουλγαρία σε σχέση με τις εννέα ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται στα 742.235 σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών, και τα μέλη τους σε 1.945.199 στο σύνολο των 10.399.329 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά. Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), με το ποσοστό τους ωστόσο να εμφανίζεται μειωμένο κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (32,0%).
Μεγάλες ανισότητες
Παράλληλα, οι ανισότητες, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, παραμένουν σε χειρότερη θέση σε σχέση με την περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,3 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, όπως συμπέρανε η ΕΛΣΤΑΤ, προσπαθώντας να υπολογίσει την οικονομική ανισότητα το έτος που μας πέρασε. Ο δείκτης S80/S20 το 2022, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2021, μειώθηκε κατά 0,5 μονάδες (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο 2020) και ανέρχεται σε 5,3, δηλαδή το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,3 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Πάντως, παραμένει υψηλότερο από το 5,1 που υπήρχε επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ακόμα δεν έχουν μπει στις μετρήσεις τα στοιχεία για τα εισοδήματα του 2022, οπότε και σημειώθηκε εκτόξευση των τιμών σε όλα τα επίπεδα.