Νικημένος ναι, ξεφτέρι όχι
Θα
μπορούσε κανείς να συζητά ώρες για το κατά πόσο είναι «πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων». Το σίγουρο είναι ότι αυτός ο Κεμάλ, που πίστεψε ότι θα αλλάξουν οι καιροί, ούτε νέος ήταν ούτε ξεφτέρι αποδείχτηκε. Απλώς, νικημένος.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχασε περίπου τρεις μονάδες σε σχέση με το 2018 και προσγειώθηκε λίγο κάτω από το εκλόγιμο 50%+1 ψήφο, που θα τον απάλλασσε από τη βάσανο ενός δεύτερου γύρου. Το ερώτημα που απασχολεί τους περισσότερους δεν είναι τόσο το αν θα νικήσει, αλλά με ποιον τρόπο θα επιδιώξει να το κάνει αυτό. Αν, δηλαδή, θα παίξει επιθετικά και «βρόμικα» επιδιώκοντας έναν θρίαμβο ή αν θα πάει συντηρητικά, θεωρώντας το παιχνίδι κερδισμένο και μεταθέτοντας όποια σχέδια σαρωτικών αλλαγών για την επόμενη ημέρα.
Ενα συμπαγές σύστημα
Το μόνο βέβαιο είναι η ανθεκτικότητά του, που δεν αποδεικνύεται από τα δικά του ποσοστά μόνο, αλλά και από εκείνα συνολικά των κομμάτων που
τον υποστήριξαν, που είναι απολύτως ταυτόσημα (49,6%) και του διασφάλισαν μια άνετη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Αντίθετα, τα κόμματα που στήριξαν τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν έδωσαν όλες τις ψήφους τους σε αυτόν. Έτσι εξηγείται και η αδυναμία του να δικαιώσει τις αισιόδοξες προβλέψεις. Βεβαίως, είναι λογικό ένα σύστημα εξουσίας δύο δεκαετιών να είναι πιο συμπαγές από έναν συνασπισμό που έχει και χαρακτήρα «έκτακτης ανάγκης».
Γράφτηκε αυτές τις ημέρες ότι η Τουρκία είναι διχασμένη, χωρισμένη στα δύο. Αυτό, όμως, είναι αλήθεια μόνο εν μέρει και δεν απηχεί σοβαρές κοινωνικές μεταβολές για τις οποίες εδώ και καιρό προειδοποιούν σοβαροί αναλυτές και γνώστες της Τουρκίας. Το στρατόπεδο Ερντογάν μοιάζει σαφώς πιο συμπαγές επειδή κυρίως μπόρεσε να προσελκύσει και τις ψήφους ενός τετάρτου του εκλογικού σώματος που σκέφτεται εθνικιστικά.
Ζητούμενο «η άλλη Τουρκία»
Αντιθέτως, η αντιπολίτευση δεν είναι μια συμπαγής οντότητα. Μπορεί, για παράδειγμα, η ηγεσία του HDP να κάλεσε σε υποστήριξη του Κιλιτσντάρογλου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι θέσεις και η διαδρομή του το εκφράζουν. Τον δεύτερο των εκλογών στήριξαν άνθρωποι με πολύ διαφορετικά επίπεδα δημοκρατικής ευαισθησίας ως μια επιλογή του «μικρότερου κακού». Αλλά η υποψηφιότητά του δεν εκπροσωπούσε αυτό που κάποιοι αποκάλεσαν «η άλλη Τουρκία». Αν προτιμάτε, αυτή η «άλλη» παρέμενε μάλλον ως ένα ασαφές προσχέδιο σκίτσου. Πώς να είσαι, λοιπόν, ευθύβολος και συνεκτικός; Το ίδιο θα ίσχυε, όπως επισήμαναν κάποιοι εύστοχα, ακόμα και για μια υποψηφιότητα Ιμάμογλου, πολύ νεότερου και σίγουρα πιο κοντινού στη δυτική αντίληψη περί Δημοκρατίας. Ίσως, μάλιστα, αυτός να τα πήγαινε χειρότερα, ακόμα και αν κέρδιζε πιο προοδευτικά ακροατήρια, φοβίζοντας συντηρητικούς πολίτες που απλώς έχουν κουραστεί με τις δύο δεκαετίες ενός επίδοξου μονάρχη. Ενόψει του δεύτερου γύρου οι αντιθέσεις μεταξύ των δυνάμεων της αντιπολίτευσης είναι πιθανόν να έρθουν πιο ορατά στην επιφάνεια. Στην αντίπερα πλευρά το σύστημα Ερντογάν, ανακουφισμένο και αφού ξεπέρασε το σοκ των προβλέψεων, είναι λογικό να εμφανιστεί ακόμα πιο συμπαγές, έχοντας πλέον το πλεονέκτημα της παράστασης νίκης.
Η αλλαγή στην Τουρκία αναβάλλεται, λοιπόν, για το μέλλον. Ο φόβος είναι ότι μετά από ακόμα μια θητεία αυταρχισμού δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα είναι προς το καλύτερο.
Η αισιοδοξία που προκάλεσαν οι δημοσκοπήσεις στην αντιπολίτευση έκρυψε τις αντιθέσεις στις τάξεις της, που έχουν σαφή κοινωνικά αίτια και έφεραν τελικά την απογοήτευση