Το όνειρο της αποδολαριοποίησης επιστρέφει
Η Αμερική έχει ένα δυνατό γεωπολιτικό όπλο στα χέρια της το οποίο χρησιμοποιεί όλο και πιο συχνά τελευταία, το δολάριο. Όμως δεν είναι πια λίγοι εκείνοι που θέλουν να ξεφύγουν από τη «δυναστεία» του και ν’ αλλάξουν τον κανόνα χρησιμοποιώντας άλλα νομίσματα. Θα τα καταφέρουν;
Το
πρώτο δολάριο, στη γνώριμη «πράσινη» μορφή του, τυπώθηκε μόλις το 1914, έναν χρόνο μετά την ίδρυση της ομοσπονδιακής «υπηρεσίας» που είναι σήμερα γνωστή ως Fed, της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. Η Federal Reserve Bank συστάθηκε το 1913 μεταξύ άλλων και για να τυπώσει δολάρια, βάζοντας τέλος στην αναξιοπιστία και στην αστάθεια ενός χαοτικού νομισματικού συστήματος που βασιζόταν μέχρι τότε στην κυκλοφορία τραπεζογραμματίων εκδιδόμενων από μεμονωμένες τράπεζες. Την ίδια χρονική περίοδο, η οικονομία των ΗΠΑ έγινε η μεγαλύτερη στον κόσμο, υπερκεράζοντας εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου. Αλλά το παγκόσμιο εμπόριο εξακολουθούσε να βασίζεται στο βρετανικό νόμισμα και η πλειονότητα των συναλλαγών γινόταν ακόμη σε βρετανικές λίρες.
Ηταν η εποχή που οι περισσό
τερες ανεπτυγμένες χώρες συνέδεσαν τα νομίσματά τους με τον χρυσό ως τρόπο σταθεροποίησης των ισοτιμιών. Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1914, πολλές εξ αυτών ανέστειλαν τη χρήση τού κανόνα του χρυσού για να μπορούν να πληρώνουν τα στρατιωτικά έξοδά τους με μετρητά, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση της αξίας των εθνικών νομισμάτων τους. Σε αντίθεση, η Βρετανία κράτησε τον κανόνα του χρυσού ευελπιστώντας πως η λίρα θα διατηρούσε την κυρίαρχη θέση της στο σύστημα των διεθνών συναλλαγών, όμως αυτό την ανάγκασε τελικά σε δημόσιο δανεισμό, για πρώτη φορά στη διάρκεια του τρίτου έτους του πολέμου. Εκείνη την εποχή οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν ο δανειστής πρώτης επιλογής για πολλές χώρες που ήθελαν να αγοράσουν ομόλογα σε δολάρια. Η Βρετανία δεν είχε άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει κι αυτή τον κανόνα του χρυσού, το 1931, σε ένα τραυματικό γεγονός που αποδεκάτισε τους τραπεζικούς λογαριασμούς των διεθνών εμπόρων οι οποίοι ακόμη συναλλάσσονταν σε λίρες.
Η αρχή
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και πριν ακόμη εμπλακούν άμεσα σε αυτόν, οι ΗΠΑ ήταν ο κύριος προμηθευτής των Συμμάχων σε όπλα και άλλα πολύτιμα αγαθά. Οι περισσότερες χώρες πλήρωναν για τις προμήθειες αυτές σε χρυσό, καθιστώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες σιγά-σιγά, και μέχρι το τέλος του πολέμου, σε κάτοχο της μεγαλύτερης ποσότητας χρυσού παγκοσμίως. Ως εκ τούτου, η επιστροφή στον κανόνα του χρυσού ήταν πρακτικά αδύνατη, αφού πολλές χώρες είχαν εξαντλήσει τα αποθέματά τους.
Το 1944, αντιπρόσωποι από 44 συμμαχικές χώρες συναντήθηκαν
στο Μπρέτον Γουντς του Νιου Χάμσαϊρ (φωτό) για να συμφωνήσουν σε ένα σύστημα διαχείρισης των συναλλαγματικών ισοτιμιών ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Η αντιπροσωπεία αποφάσισε ότι τα νομίσματα δεν θα συνδέονταν πλέον με τον χρυσό, αλλά με το εθνικό νόμισμα των ΗΠΑ, αφού πλέον το ίδιο το δολάριο είχε «συνδεθεί» de facto με τον χρυσό. Ο διακανονισμός έγινε γνωστός ως οι Συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς και καθιέρωσε την εξουσία των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες επωμίστηκαν το καθήκον να διατηρούν σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των εθνικών νομισμάτων και του δολαρίου. Με τη σειρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύτηκαν ότι θα εξαργύρωναν τα αμερικανικά δολάρια σε χρυσό «κατόπιν ζήτησης». Με τις Συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς το δολάριο ΗΠΑ στέφθηκε επίσημα το αποθεματικό νόμισμα του κόσμου και η «εγγύηση» της αξιοπιστίας του ήταν τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού που είχε συγκεντρώσει η Αμερική χάρη στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Πλέον, αντί για αποθέματα χρυσού, οι χώρες συσσώρευαν αποθέματα δολαρίων. Από το 1934 η ισοτιμία του προς τον χρυσό ορίστηκε σταθερά στα 35 δολάρια ανά «καθαρή ουγκιά» (31,10 γραμμάρια).
Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η ζήτηση για τίτλους του Αμερικανικού Δημοσίου σε συνδυασμό με τις ελλειμματικές δαπάνες της Ουάσιγκτον για τη χρηματοδότηση του Ψυχρού Πολέμου, του πολέμου στο Βιετνάμ και των εγχώριων κοινωνικών προγραμμάτων, ανάγκασαν τη Fed να πλημμυρίσει, κυριολεκτικά, τον κόσμο με δολάρια. Το γεγονός άρχισε να προκαλεί παγκόσμια ανησυχία. Η σταθερότητα και η αξία του αμερικανικού νομίσματος διακυβεύονταν. Η μία μετά την άλλη οι χώρες άρ