Σε απόλυτο νομικό κενό
Τα μέλη των ιδιωτικών στρατών δεν είναι ούτε μισθοφόροι (σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ), αλλά ούτε και τακτικός στρατός. Η ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα είναι απλώς ένα άλλο παράδειγμα του πώς έχουν θολώσει τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
Η ξαφνική «διαφάνεια» στις δραστηριότητες της Βάγκνερ δεν είναι τυχαία. Συμβολίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη φύση του σύγχρονου πολέμου. Ο φον Κλαούζεβιτς θα στροφογυρίζει στον τάφο του. Τίποτε απ’ όσα περιέγραψε στη θεωρία του περί πολέμου δεν φαίνεται να ισχύει πλέον: Ο ξεκάθαρος διαχωρισμός εχθρών και συμμάχων, ιδιωτικού και κρατικού, πολιτικού και στρατιωτικού, εμπόλεμου και αμάχου, είναι ανύπαρκτα πράγματα. Οι σημερινές συγκρούσεις διεξάγονται συχνά σε μια «γκρίζα ζώνη», πέρα από το όριο της συμβατικής στρατιωτικής δράσης. Τα αντίπαλα κράτη αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερο το ένα το άλλο μέσω πληρεξουσίων και όχι μέσω των δικών τους ενόπλων δυνάμεων. Και αυτό δεν είναι μόνο ρωσικό φαινόμενο. Ο όλο και πιο κεντρικός ρόλος των ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών στον σύγχρονο πόλεμο είναι παγκόσμιο φαινόμενο.
Η χρήση μισθοφόρων διευρύνθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ιδιαίτερα στην Αφρική. Χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από τη Δύση για να αποσταθεροποιήσουν κυβερνήσεις που δεν της άρεσαν και να εγκαταστήσουν δικές της, όπως έγινε στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τη Δημοκρατία του Μπενίν και τη Δημοκρατία των Σεϋχελλών. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε διεθνές νομικό πλαίσιο σχετικά με τον μισθοφορισμό. Μόλις το 1977 οι Συμβάσεις της Γενεύης ενσωμάτωσαν έναν διεθνή νομικό ορισμό του. Μισθοφόρος, σύμφωνα με την απόφαση, είναι κάθε άτομο που στρατολογείται για να πολεμήσει σε ένοπλη σύγκρουση και δεν είναι ούτε υπήκοος κάποιας από τις εμπλεκόμενες χώρες ούτε κάτοικος εδάφους που ελέγχεται από αυτές. Ήταν ένας πολύ στενός ορισμός, αλλά είχε σχεδιαστεί ειδικά για να αντιμετωπίσει τη χρήση μισθοφόρων από τη Δύση ενάντια στις μετα-αποικιακές κυβερνήσεις.
Η Διεθνής Σύμβαση κατά της πρόσληψης, χρήσης, χρηματοδότησης και εκπαίδευσης μισθοφόρων τέθηκε σε ισχύ το 2001 και πρόσθεσε στον ορισμό ότι «οι μισθοφόροι ήταν άνθρωποι που υπονόμευαν νόμιμες κυβερνήσεις». Μετά από αυτό ο μισθοφορισμός έπρεπε να βρει κάποια νομιμοποίηση και το έκανε μέσω των ιδιωτικών εταιρειών, οι οποίες παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως επίσημες επιχειρηματικές οντότητες που προσφέρουν «νόμιμες» υπηρεσίες ασφάλειας και άμυνας. Μόνο τη δεκαετία του 1990, τέτοιου είδους εταιρείες εκπαίδευσαν τους στρατούς 42 εθνών και συμμετείχαν σε περισσότερες από 700 ένοπλες συγκρούσεις. Η συγκεκριμένη τάση βρήκε πρόσφορο έδαφος όσο η νεοφιλελεύθερη οικονομική λογική ωθούσε όλο και περισσότερο τα κράτη να ιδιωτικοποιούν και να αναθέτουν σε τρίτους πολλές κυβερνητικές λειτουργίες και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου. Η άμυνα άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως εμπόρευμα, μια υπηρεσία όπως κάθε άλλη, που μπορούσε να πουληθεί και να αγοραστεί στην ελεύθερη αγορά. Παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει κατά καιρούς για να ρυθμιστεί κάπως το φαινόμενο, ώς σήμερα ο τομέας παραμένει ανεξέλεγκτος και σε νομικό κενό. Τα μέλη των ιδιωτικών στρατών δεν είναι ούτε μισθοφόροι (σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ), αλλά ούτε και τακτικός στρατός. Η ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα είναι απλώς ένα άλλο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι οικονομικοί μετασχηματισμοί των τελευταίων δεκαετιών έχουν θολώσει τα όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε σημείο να τα κάνουν δυσδιάκριτα. Ο ιδιωτικός τομέας έχει καταβροχθίσει κάθε τμήμα της οικονομίας, περίθαλψη, τράπεζες, ενέργεια, τεχνολογία, και τώρα καταλαμβάνει και τον τομέα του πολέμου.
Δεν είναι περίεργο που η ειρήνη, στην Ουκρανία ή αλλού, φαίνεται όλο και πιο μακρινή προοπτική.