Φούρνος και το καρβέλι
«O γλάρος» του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία του Σάββα Στρούμπου, με την ομάδα Σημείο Μηδέν
Ο… Λένε ότι η κουκουβάγια ήταν η
κόρη του ψωμά… Μίλτος Σαχτούρης Η άποψη του Τσέχοφ ότι τα έργα του πρέπει να παίζονται σαν κωμωδίες και όχι σαν δράματα είναι γνωστή. Στα κείμενά του καθρεφτίζεται η αναστάτωση που έφερε στη ρωσική κοινωνία το άνοιγμα στη Δύση, που άρχισε τον 18ο και ολοκληρώθηκε τον 19ο αιώνα. Έπνευσε τότε ένας νέος άνεμος στην έγκλειστη, εσωστρεφή ρωσική ψυχή, φέρνοντας μαζί του
το συναίσθημα, την έννοια της προόδου και τη συνειδητοποίηση της μοναδικότητας-μοναχικότητας του ατόμου. Ίσως να φύσηξε ο «άνεμος της τρέλας» του Άμλετ, κατεξοχήν ήρωα της ρωσικής ιντελιγκέντσιας των μοιραίων καιρών.
Αυτό είναι το θέμα του «Γλάρου», η σύγχυση όρων και ορίων, όταν τα πρόσωπα της ιλαροτραγωδίας αυτής δεν ξέρουν πού τελειώνουν τα όρια της πραγματικότητας και πού αρχίζουν των ψευδαισθήσεων. Παίζουν μια «κωμωδία παρεξηγήσεων», παριστάνοντας κάτι άλλο από εκείνο που είναι. Υποδύονται ασυνείδητα ή συνειδητά τους αμλετικούς χαρακτήρες, όπως μάλιστα τους
είδε η Δύση, σε μια ρομαντική εκδοχή του έργου.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο «Γλάρος» είναι μια ιδιοφυής μετασκευή του «Άμλετ» με τους κανόνες μιας ρωσικής μη ευκλείδειας παραβολικής γεωμετρίας (Λομπατσέφσκι), όπου «από ένα σημείο εκτός ευθείας διέρχονται δύο παράλληλοι» και όπου κανείς από τους σημειακούς ήρωες του έργου δεν συναντά κανέναν. Η Αρκάντινα φέρει μονίμως το κοστούμι της Γερτρούδης, ο Τρέπλιεβ του Άμλετ, η Νίνα της Οφηλίας κ.ο.κ. Η περίπτωση της Οφηλίας-Νίνας είναι ιδιαίτερη: Στον «Άμλετ» η στερνή «μεταμόρφωσή» της είναι της κουκουβάγιας, ενώ στον Τσέ
χοφ του γλάρου. Ο Τσέχοφ διάβαζε τον Σαίξπηρ στα γαλλικά και ο παρηχητικός συνειρμός μοιάζει πιθανός λόγω του ομόηχου των λέξεων: chouette (κουκουβάγια), mouette (γλάρος). Πέρα από αυτό, διαφωτιστικές είναι οι σημειώσεις της μετάφρασης του «Άμλετ» από τον Πολυλά: Το επιθανάτιο τραγούδι της Οφηλίας πηγάζει από έναν χριστολογικό μύθο των απόκρυφων ευαγγελίων και δεν εκφράζει την απελπισία μιας αποπλανημένης κόρης παρατημένης από τον εραστή της, όπως πολλοί πιστεύουν. Το τραγούδι της εκφράζει, αντίθετα, πικρή μεταμέλεια, επειδή εκείνη πρώτη αρνήθηκε τον Άμλετ.
Ο μύθος μιλάει για έναν Χριστό που πείνασε, μπήκε σε έναν φούρνο και ζήτησε από την όμορφη κόρη του ψωμά ένα καρβέλι. Επειδή δεν είχε χρήματα, η κόρη δεν του έδωσε, και ο Χριστός τότε την καταράστηκε να μεταμορφωθεί σε κουκουβάγια. Αυτός είναι ο μύθος, με όλα τα συνδηλούμενα του φούρνου και του καρβελιού. Είναι πιθανόν ο Τσέχοφ να γνώριζε τον μύθο και να έπλασε τη Νίνα-Οφηλία πάνω σε αυτό το πρότυπο.
Με βατήρα την εξαιρετική μετάφραση του Δαυίδ Μαλτέζε από τα ρωσικά, η διασκευή και η σκηνοθεσία του Σάββα Στρούμπου στο Θέατρο Άττις - Νέος Χώρος με την ομάδα Σημείο Μηδέν «εκτο