Ενα ηδονοβλεπτικό νεανικό μανιφέστο ελευθέριας που χάνει το νόημα
Mπάσταρδα * Σκηνοθεσία: Νίκος Πάστρας Πρωταγωνιστούν: Ναταλία Σουίφτ, Ζαχαρίας Γουέλα, Αφροδίτη Καποκάκη
Μια παρέα νεαρών ενηλίκων έχει αφήσει την πόλη για να απομονωθεί σε ένα σπίτι που μοιάζει με κοινόβιο και να βυθιστεί σε μια ατέρμονη κραιπάλη, σε ένα απροσδιόριστο παρόν δίχως κανόνες. Όλοι μαζί κρατάνε τσίλιες, χορεύουν γεμάτοι γκλίτερ και υποδύονται τα πτώματα μέσα στον ηδονιστικό και ελεύθερο μικρόκοσμο που έφτιαξαν. Στο ξεκίνημα της ταινίας τα αγόρια και τα κορίτσια της παρέας πετάνε τσιτάτα αυτοπροσδιορισμού στην κάμερα υπό μορφή απειλής προς τον εφησυχασμένο (;) θεατή.
Ο σκηνοθέτης προφανώς θεωρεί ότι οι ατάκες του στιλ «θα καταλύσουμε όλες τις κοινωνικές κατασκευές» και «θα επιλέγουμε ανάμεσα σε δέκα φύλα και θα αλλάζουμε κατά βούληση», που φτύνουν αναπολογητικά προς τον φακό οι φωτογενείς και φαινομενικά αδάμαστοι ήρωές του, θα προκαλέσουν κάποιου είδους σοκ στο σύστημα. Δυστυχώς, όμως, προκαλούν αμήχανο γέλιο, μαζί με μία δόση ετεροντροπής. Τα ιδεολογήματα που ξεστομίζουν οι ήρωες καταργούνται από την αποθέωση του male gaze που έπεται, ιδίως όταν τα κορίτσια περιφέρονται διαρκώς ημίγυμνα ή όταν ο ηδονοβλεπτικός φακός καδράρει με λαγνεία στα σώματά τους, σε αντίθεση με τα αγόρια. Πιθανώς κάποιοι θεατές να κάνουν παραλληλισμούς με το αυτοκαταστροφικό σύμπαν του Γκασπάρ Νοέ ή με «ταινίες νέων» σαν το «Kids» (1995) του Λάρι Κλαρκ. Όμως τα «Μπάσταρδα» του τίτλου είναι βουτηγμένα στην electronica και στη χρυσόσκονη, πολύ μακριά από τον στρατευμένο κυνισμό του Νοέ και του περιθωρίου που αποτύπωσε το «Kids». Μάλιστα, στο τελευταίο ο Κλαρκ στάθηκε διακριτικά δίπλα στους νεαρούς και απευθύνθηκε στην κοινωνία, λέγοντας: «Δείτε τα παιδιά σας γιατί δεν έχετε ιδέα». Μέσα απ’ τον σκληρό ρεαλισμό προέκυπτε μια συμπόνια. Στα «Μπάσταρδα» φοβάμαι πως ο Νίκος Πάστρας παρασύρθηκε από τα συγκεχυμένα του μηνύματα, γιατί ερωτεύτηκε τη φαντασίωση των ηρώων του. Γι’ αυτό και οι χαρακτήρες του είναι αδιάφοροι μέσα στη σνομπ ευδαιμονία τους και δεν έμεινε περιθώριο για αξιοσημείωτες ερμηνείες.
Ο σκηνοθέτης προσπαθεί με δανεικά εργαλεία να ερμηνεύσει ένα πλαστικό σύμπαν γεμάτο σάλια, χορό, MDMA και σαρκική ονειροφαντασία. Ακόμη κι έτσι, η αυθόρμητη polyamorous συμπεριφορά μιας αταίριαστης παρέας, τα σωματικά υγρά που διαδέχονται τον ανερμάτιστο διάλογο και η «φασαία» αντίληψη του μοντάζ (που είναι στα όρια του ερασιτεχνισμού) δεν αποτελούν πρώτη ύλη για ένα ολοκληρωμένο κινηματογραφικό οικοδόμημα μεγάλου μήκους. Πολλώ δε μάλλον όταν η ταινία έχει αποτινάξει το ύφος της σεμνής απόπειρας μέσω του μανιφέστου της post gender επανάστασης που ξεστομίζει στο ξεκίνημα. Τελικά, τα «Μπάσταρδα» είναι πολύ αυτάρεσκα ώστε να τα αντιμετωπίσουμε ως τίμια προσπάθεια και να προσπεράσουμε τα προβλήματα. Ευτυχώς που τη συνολική δουλειά τη σώζουν η φροντισμένη φωτογραφία και η προσεγμένη χρήση της μουσικής στις πιο καίριες σκηνές.