Υπερκέρδη και κερδοσκοπία στην παγκόσμια αγορά λιπασμάτων
57 δισ. δολάρια θα μαζέψουν το 2022 οι εννιά μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου, 30 φορές πάνω από το συνολικό ποσό που πλήρωσαν οι Αμερικανοί αγρότες για λιπάσματα το 2022. Την παγκόσμια κερδοσκοπία πληρώνουν ακριβά παραγωγοί και καταναλωτές
Τη στιγμή που η εκτίναξη στο κόστος παραγωγού έχει γονατίσει τον αγροτικό κόσμο, με την ενέργεια, τα λιπάσματα και τις ζωοτροφές στην πρώτη γραμμή της ακρίβειας τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια και τις συνακόλουθες ανατιμήσεις και στα «ράφια» σε βάρος των καταναλωτών, η παγκόσμια βιομηχανία λιπασμάτων κερδοσκοπεί και θησαυρίζει. Από το 2020 έως το 2022 τα κόστη για την προμήθεια εισαγόμενων λιπασμάτων έχουν υπερδιπλασιαστεί, με τις μεγαλύτερες παγκοσμίως εταιρείες του κλάδου των λιπασμάτων να εκμεταλλεύονται τη δύναμή τους στην αγορά για να αποκομίσουν τεράστια κέρδη, ιδίως στις χώρες του Νότου. Η κατάσταση αυτή συνέπεσε με την ενεργειακή κρίση και οι τιμές βασικών λιπασμάτων αυξήθηκαν κατά 189% το 2021 και κατά περίπου 288% το 2022. Εκτιμάται ότι μόνο οι κυβερνήσεις του G20 πλήρωσαν τουλάχιστον 21,8 δισ. δολάρια περισσότερα το 2021 και το 2022 για τις εισαγωγές κρίσιμων χημικών λιπασμάτων. Και, βέβαια, τα πανάκριβα λιπάσματα οδηγούν σε ανατιμήσεις σειράς αγροτικών προϊόντων διατροφής, σε μειωμένη παραγωγή, καλλιέργεια λιγότερων στρεμμάτων κ.λπ., συμπιέζοντας το εισόδημα παραγωγών και καταναλωτών.
Εννιά κολοσσοί παγκοσμίως
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις στον κλάδο των λιπασμάτων αποκόμισαν τεράστια κέρδη, καθώς οι εννέα μεγαλύτεροι παίκτες (Nutrien, Yara, Mosaic, ICL Group, CF Industries, PhosAgro, OCI, K+S και OCP) στις διεθνείς αγορές προβλέπεται ότι θα «μαζέψουν» συνολικά 57 δισ. δολάρια το 2022, τετραπλασιάζοντας την κερδοφορία τους σε σχέση με το 2020. Υπολογίζεται δε ότι τα συνολικά κέρδη τους για τη διετία 2021-2022 θα ισοδυναμούν με το απίστευτο ποσό των 84 δισ. δολαρίων, ενώ τα υπερκέρδη των 57 δισ. του 2022 αντιστοιχούν σε 30 φορές πάνω από το συνολικό ποσό που πλήρωσαν οι Αμερικανοί αγρότες για λιπάσματα το 2022 (1,9 δισ. δολάρια). Ενδεικτικά αναφέρουμε τα υπερκέρδη τριών κορυφαίων, εισηγμένων στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρειών λιπασμάτων με βάση τα οικονομικά αποτελέσματα του 2022:
• Η αμερικανική CF Industries (αζωτούχα) εμφάνισε κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) το 2022 5,9 δισ. δολάρια, από 2,7 δισ. το 2021.
• Η Nutrien Ltd ανακοίνωσε καθαρά κέρδη 7,7 δισ. δολάρια το 2022, έναντι 3,2 δισ. το 2021.
• Η Mosaic (ποτάσα και φωσφορικά λιπάσματα) κατέγραψε προσαρμοσμένο EBITDA στα 6,2 δισ. δολάρια το 2022, από 3,6 δισ. δολάρια το 2021.
Οι τρεις παραπάνω εταιρείες είχαν μικρότερη διαταραχή των
προμηθειών, αλλά πολύ υψηλότερες τιμές, με αποτέλεσμα υψηλότερα κέρδη.
Μονοπωλιακές καταστάσεις και κερδοσκοπία
Οι αυξήσεις στην κερδοφορία των εταιρειών αυτών συνδέονται με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που οδήγησε σε μείωση των προμηθειών λιπασμάτων κυρίως από τη Ρωσία και την Ευρώπη, ενώ ειδικά για την παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων υποδεικνυόταν ως βασική αιτία των αυξήσεων η εξάρτησή της
από το φυσικό αέριο. Ωστόσο, σημαντικό μέρος των ανατιμήσεων και των υπερκερδών προέρχεται από τη μεγάλη αύξηση των περιθωρίων κέρδους της παγκόσμιας βιομηχανίας λιπασμάτων, την κυριαρχία των «μεγάλων» στις αγορές με ολιγοπωλιακά ή μονοπωλιακά χαρακτηριστικά και τη σχετικά ανελαστική ζήτηση των συγκεκριμένων εμπορευμάτων, ιδίως για την κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών σε τρόφιμα.
Σύμφωνα με διεθνείς αναλύσεις, το περιθώριο κέρδους των εταιρειών του κλάδου ανήλθε στο υψηλό 36%. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μόνο τέσσερις εταιρείες ελέγχουν το 33% της παγκόσμιας αγοράς λιπασμάτων, η αξία της οποίας ανέρχεται σε σχεδόν 208 δισ. το 2022, με τη CF σήμερα να έχει το μονοπώλιο στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Mosaic να υπολογίζεται ότι ελέγχει το 90% της παραγωγής φωσφορικών λιπασμάτων στις ΗΠΑ. Οι μονοπωλιακές καταστάσεις στις αγορές επέτρεψαν παράλληλα με την αύξηση των περιθωρίων κέρδους και τη μετακύλιση στην τιμή των λιπασμάτων του επιπλέον κόστους λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Εύθραυστη σταθερότητα
Ειδικοί αναλυτές εκτιμούν ότι πιθανότατα αυτές οι αποδόσεις δεν θα συνεχιστούν στο μέλλον, καθώς οι συνθήκες στην αγορά επιστρέφουν σε μια νέα, πιο φυσιολογική κατάσταση και ίσως το 2024 τα κέρδη των εταιρειών λιπασμάτων να διαμορφωθούν σε
χαμηλότερα επίπεδα. Πάντως, αν και οι τιμές των λιπασμάτων έχουν μειωθεί σε σχέση με τα περσινά υψηλά επίπεδα, εξακολουθούν να βρίσκονται πάνω από τους ιστορικούς μέσους όρους, πιέζοντας τους παραγωγούς, αλλά και τις κυβερνήσεις στις περιπτώσεις που έχουν λάβει μέτρα στήριξης (επιδοτήσεις) του πρωτογενούς τομέα. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η διαφαινόμενη σταθερότητα θεωρείται προς το παρόν εύθραυστη. Θυμίζουμε ότι στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου τα Ηνωμένα Έθνη προειδοποιούσαν ότι αν δεν αναληφθούν δράσεις για τη μείωση του κόστους των λιπασμάτων, μπορεί να εμφανιστεί παγκόσμια έλλειψη τροφίμων.
Προτάσεις για άλλες, φιλοπεριβαλλοντικές επιλογές
Διεθνείς εκθέσεις προτείνουν ως πιο λογικό αλλά και λιγότερο ακριβό για τις κυβερνήσεις να θέσουν ως προτεραιότητα τη σταδιακή μείωση της κατανάλωσης χημικών λιπασμάτων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βοηθήσει τους παραγωγούς να εστιάσουν στη μετάβασή τους σε πιο οικονομικά αποδοτικές και περιβαλλοντικά φιλικές επιλογές. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ενεργοβόρα συνθετικά λιπάσματα παράγουν το 2,4% των παγκόσμιων εκπομπών και αποτελούν σημαντική πηγή ρύπανσης των υδάτων και του αέρα, στηρίζοντας ένα σύστημα γεωργίας που απαιτεί υψηλά επίπεδα φυτοφαρμάκων.