Ανθρωποι στους δρόμους!
Μτον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, ο σφετεριστής θείος του ευγενικού πρίγκιπα Κλαύδιος αναφέρει σε κάποια στιγμή τη διάσημη ρήση σύμφωνα με την οποία «οι θλίψεις όταν έρχονται, δεν έρχονται μία-μία, σαν κατάσκοποι, αλλά πολλές μαζί, όπως τα τάγματα». Το ίδιο ισχύει γενικά και για τα κινήματα - εδώ μάλιστα το ένα ενίοτε κολλάει στο άλλο.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε μια τύχη που καμιά άλλη δεν είχε στη νεότερη ελληνική πολιτική Ιστορία. Πέρασε πέντε χρόνια σχεδόν χωρίς να αντιμετωπίσει ούτε μισό κοινωνικό κίνημα. Αντιμετώπισε βέβαια κάποιες μεγαλύτερες ή μικρότερες, λιγότερο ή περισσότερο σπασμωδικές παρουσίες της κοινωνίας στον δρόμο. Τον Μάρτιο του 2021 υπήρξε μια μικρή αντικατ- ασταλτική έκρηξη ενάντια στην αστυνομοκρατία που είχε επιβληθεί την περίοδο της πανδημίας. Τον ίδιο μήνα του 2023 μια μεγαλύτερη, ως άμεση απάντηση στο εγκληματικό δυστύχημα των Τεμπών. Και στις δύο περιπτώσεις, η μαζικότητα των κινητοποιήσεων ήταν αντιστρόφως ανάλογη της μακροζωίας τους. Ακόμα περισσότερο, από τις κινητοποιήσεις αυτές δεν προέκυψε κανένα υποκείμενο, δεν υπήρξε κανένας συντονισμός, δεν εκφράστηκε κανένα κοινωνικό στρώμα ή ομαδοποίηση που να απέκτησε κάποια υποτυπώδη χαρακτηριστικά.
Και ξαφνικά, τώρα, σχεδόν εννέα μήνες έπειτα από εκείνη τη θριαμβευτική εκλογική νίκη της τον περασμένο Μάιο, που αναδιαμόρφωσε με ιστορικούς όρους τους πολιτικούς συσχετισμούς στη χώρα, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο διαφορετικά κοινωνικά κινήματα, οργανωμένα, και μάλιστα σε πείσμα των πολύπλοκων μετανεωτερικών θεωριών: Τα δύο πιο κλασικά κοινωνικά κινήματα της ανθρώπινης ιστορίας - παλαιότερα και από το εργατικό κίνημα, παλαιότερα και από τον καπιταλισμό-, το κίνημα των αγροτών και το κίνημα των νέων.
Αντιφάσεις
Το πρόβλημα -ή η ευλογία, αυτό θα το δείξει ο καιρός- για την κυβέρνηση είναι ότι αυτά τα δύο κοινωνικά κινήματα προέρχονται όχι απλώς από δύο πολύ διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, αλλά από εντελώς διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις. Τα κινήματα των αγροτών σε όλη την Ευρώπη συνδέθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες με πολιτικές ευρωσκεπτικισμού και πιο πρόσφατα κατέληξαν να αλωθούν -στον έναν ή στον άλλον βαθμό- από την Ακροδεξιά. Ασφα
λώς δεν είναι άμοιρη ευθυνών γι’ αυτό η ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία ούτε στις αγροτικές πολιτικές της Ε.Ε. αντιπαρατάχθηκε ούτε κάποια κοινωνική συμμαχία με τα μισθωτά ή αυτοαπασχολούμενα αγροτικά στρώματα επιδίωξε να δημιουργήσει. Στην Ελλάδα, η παραδοσιακή παρουσία του ΚΚΕ στις αγροτικές κινητοποιήσεις εμποδίζει να πάρουν αυτές συντηρητικό πρόσημο, ωστόσο μια σειρά από αιτήματα των αγροτών απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν αριστερά - έχουν να κάνουν μ’ αυτό που απέμεινε να ονομάζεται αντίσταση στις ελίτ και το οποίο κατά κόρον εργαλειοποιήθηκε από πολιτικούς εκπροσώπους ενός συντηρητικού στην απόληξή του, ή και πριν από αυτή, λαϊκισμού.
Την ίδια ώρα, το φοιτητικό κίνημα αποτελεί μια κλασική περίπτωση κοινωνικού κινήματος με αριστερό πρόσημο και μάλιστα -θα λέγαμε- «old schoolαριστερού», που αρνείται την ιδιωτικοποίηση και παλεύει για τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα μιας κοινωνικής υπηρεσίας - εν προκειμένω της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η μαζικότητα αυτού του κινήματος έρχεται σε αντίθεση με το γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον, την αίσθηση πως τα μεγάλα παραδοσιακά αφηγήματα της Αριστεράς έχουν πεθάνει και η νεολαία αποστοιχίζεται ταχύτατα από παραδοσιακές μορφές συλλογικής οργάνωσης.
Ομως, πέρα από μια ακαδημαϊκού τύπου κοινωνιολογική ή πολιτική ανάλυση των κινημάτων αυτών, η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι η κυβέρνηση βρίσκεται να πολεμά σε δύο μέτωπα, διαφορετικά και μάλιστα αντιφατικά μεταξύ τους. Η πολυπλοκότητα εντείνεται αν προσθέσουμε και την ένταση που δημιουργήθηκε -και που μόνο προσωρινά υποχώρησε την εβδομάδα που πέρασε- σχετικά με το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον γάμο. Εδώ δεν έχουμε τόσο να κάνουμε με μια τρίτη παράμετρο, όσο με την ισχυροποίηση της αντίθεσης. Η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει μια ανταρσία στα δεξιά της, μια τυπική νεολαιίστικη εξέγερση στα αριστερά της και, τέλος, μια συντονισμένη αγανάκτηση στον ιδεολογικό κορμό της, που είναι οι ιδιοκτήτες γης στην περιφέρεια. Τι λούκι!
Οι επιλογές
Στην Ιστορία κανένας στρατός δεν νίκησε ενώ πολεμούσε σε διαφορετικά μέτωπα ταυτόχρονα. Στην πραγματικότητα, αν δεν κατόρθωνε να κλείσει το ένα από τα δύο ταχύτατα, η μοίρα του ήταν η συντριβή. Κι εδώ που τα λέμε, κι αν ακόμα έκλεινε ό
πως-όπως το ένα μέτωπο, σπάνια πετύχαινε κάτι καλύτερο από μια αξιοπρεπή ήττα. Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη σχετικά άμεσα να κλείσει - τουλάχιστον- ένα από τα μέτωπα που άνοιξε. Θα μπορούσε να δώσει στους αγρότες αυτά που ζητούν και να επιτεθεί με μανία στους φοιτητές - μα τότε θα έβρισκε πιθανόν απέναντί της μια Αριστερά αναβαπτισμένη στη συνήθη κολυμβήθρα του Σιλωάμ της: τα κινήματα των νέων. Θα μπορούσε να αναστείλει τα σχέδιά της στην Εκπαίδευση και να επιτεθεί στους αγρότες - μα τότε θα απομονωνόταν από τη δική της κοινωνική βάση και θα εισέπραττε την εκδίκησή της με την πρώτη ευκαιρία.
Για μια κυβέρνηση που έχει αποδείξει τον εθισμό της στον κυνισμό, ίσως η πιο προφανής λύση να είναι ο κοινωνικός αυτοματισμός. Να κρατήσει τα κινήματα απομονωμένα το ένα από το άλλο κι έτσι να τα καταστήσει το καθένα μόνο του, μειοψηφικά και άρα ευάλωτα. Είναι εφικτό αυτό; Ναι, είναι, αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Για να αποφευχθεί, θα έπρεπε να υπάρχει αυτή η κοινωνική και πολιτική δύναμη που θα διασφάλιζε μια ενότητα των κινημάτων. Η Αριστερά μπορεί άραγε να γίνει σ’ αυτή τη φάση ξανά «τράπεζα του θυμού» ή είμαστε στ’ αλήθεια πολύ μακριά ακόμα από κάτι τέτοιο;