Εικονοποιώντας το πάθος για τη ζωή
Ηαναδρομική έκθεση της ζωγράφου Ηρώς Κανακάκη παρουσιάζεται στους χώρους της Εθνικής Βιβλιοθήκης 26 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό της, στα 52 της χρόνια. Ως αντίδωρο, θα μπορούσε κανείς να πει, για την πληθωρική προσφορά της. Που πραγματώθηκε χάρις στη σεβαστική επιμέλεια με την οποία ταξινόμησε και έστησε το έργο, που για χρόνια φύλασσε με τον ίδιο σεβασμό η οικογένειά της, ο ιστορικός τέχνης Σπύρος Μοσχονάς στις ενότητες που σηματοδότησαν τη διαδρομή της στην Τέχνη και στη ζωή.
Από τον κριτικό ρεαλισμό στον αισθησιακό εξπρεσιονισμό
Γιατί στην πορεία της Ηρώς Κανακάκη οι δυο αυτές πλευρές ήταν ανέκαθεν αξεδιάλυτα δεμένες. Από τη δεκαετία του ’60, όταν ως φοιτήτρια Χαρακτικής της ΑΣΚΤ αναδεικνύεται σε ηγετικό στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη, μέλος των Διοικητικών Συμβουλίων της ΕΦΕΕ και του Συλλόγου Φοιτητών της ΑΣΚΤ. Που με την επιβολή της Χούντας συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Γυάρο. Το ξεκίνημα της δημιουργίας της, τμήμα του οποίου εκτέθηκε πρώτη φορά το 1972 στην όαση της γκαλερί Ώρα του Ασσαντούρ Μπαχαριάν, εντάσσεται στο κριτικό πνεύμα της ομάδας των Νέων Ρεαλιστών. Περιλαμβάνει τις, πνεόμενες από φωτογραφίες, θλιβερές φιέστες και σκηνές βίας της Χούντας με τους αδιάφορους, στυγερούς, κοστουμα ρισμένους εκτελεστές της, τα γραμμένα με αδρές αυλακιές πρόσωπα των νέων ή τα πλαδαρά των κρατούντων. Αλλά και έργα όπου χρησιμοποιεί ως μοντέλα τους οικείους της, όπως ο καλυμμένος, με εξαίρεση το πρόσωπο και τα χέρια, από τα στοιβαγμένα ντοσιέ της γραφειοκρατίας υπάλληλος. Που, όπως επισημαίνει και ο Μοσχονάς στον κατάλογο, αχνοδείχνουν, θα έλεγα, ήδη από τότε τις αναζητήσεις της προς ένα ύφος προσωπικό. Όπως και η αφαιρετική, δυναμική σύνθεση του εξωφύλλου του πρώτου και μοναδικού εκδοθέντος μέσα στη Χούντα περιοδικού αντί.
Η φυγή της στην Αγγλία το ’73, οι επιρροές που δέχτηκε εκεί αναφορικά με το χρώμα και τη φόρμα, αλλά και η μόνωσή της τής επιτρέπουν να διατυπώσει μια εικαστική γλώσσα φορτισμένη, έντονα αισθησιακή. Ακόμα και όταν ζωγραφίζει τα λουλούδια του κήπου της. Να προχωρήσει από τη δεκαετία του ’80 στην αναμέτρησή της με τον χώρο και στο πλάσιμό του με έναν τρόπο μαγικά ρεαλιστικό, όπως εκείνον του Ντε Κίρικο, βουτηγμένο όμως μέσα σε αποχρώσεις γήινες. Να γράψει μέσα σε σκληρά περιγράμματα, που φανερώνουν τη μακρά μαθητεία της στη χαρακτική, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μορφών της και να αποτυπώσει έτσι με μια αμεσότητα που διαπερνά τον θεατή τα συναισθήματά τους. Να αποδώσει μέσα από τις πτυχώσεις των ρούχων αλλά και των πανιών που σκεπάζουν αντικείμενα ή σώματα την ανθρώπινη απουσία, αλλά και την πλαστικότητα της ύλης. Να επιχειρήσει στους μεγάλους της καμβάδες προς το τέλος, μέσα από την παραμορφωτική, νεοεξπρ εσιονιστική αφαίρεση των φιγούρων και τη θραυσματική σύλληψη της κίνησης, να αιχμαλωτίσει τον χρόνο.
Τη θυμάμαι στις τελευταίες εκθέσεις της αλλά και στο σπίτι της, το βαμμένο στους τόνους της σάρκας, να αναβλύζει αυτό το ακατάσχετο πάθος για τη ζωή. Αυτό που προβάλλεται και στην έκθεση, στο ντοκιμαντέρ του Τάκη Χατζόπουλου για το «Μάθημα της ζωγραφικής στην εξοχή» στη Σχολή Βακαλό, όπου δούλευε ως καθηγήτρια. «Μην μπορώντας να διδάξει σε κανένα τίποτ’ άλλο απ’ ό,τι είχε βιωμένο, ό,τι είχε από κοινού με άλλους ανθρώπους, ό,τι αγωνίστηκε μ’ αυτούς» καθώς γράφει ο Λόρκα. Δοσμένη με απόλυτη αφοσίωση και «συνέπεια στη ζωγραφική διαδικασία».