H επιστήμη της καλλιγραφίας*
με το χλιαρό νερό και το μελανοδοχείο μεταφέρθηκαν στη μικρή σάλα, και αφού η νεαρή κυρία τακτοποίησε προσεκτικά τα κάρβουνα έτσι ώστε να μη φουντώσουν και πήρε την τσιμπίδα για να αποφευχθεί η δυνατότητα να σκαλίσει κανείς τη φωτιά χωρίς να έχει εξασφαλιστεί πρώτα η πλήρης συγκατάθεση και συμμετοχή του Γαλάζιου Κάπρου, ο Σαμ Ουέλερ κάθισε κοντά στη σόμπα κι έβγαλε το επιστολόχαρτο με το επίχρυσο πλαίσιο και την πένα με τη σκληρή μύτη. Έπειτα, κοιτάζοντας προσεκτικά την πένα για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε καθόλου τρίχες και ξεσκονίζοντας το τραπέζι ώστε να μην υπάρχουν ψίχουλα από ψωμί κάτω από το χαρτί, ο Σαμ σήκωσε τα μανικέτια του σακακιού του, λύγισε τους αγκώνες του και ετοιμάστηκε να γράψει.
Για τις κυρίες και τους κυρίους που δεν συνηθίζουν να αφοσιώνονται στην επιστήμη της καλλιγραφίας, το να γράψει κανείς ένα γράμμα δεν είναι καθόλου εύκολο, καθώς θεωρείται πάντοτε αναγκαίο στις περιπτώσεις αυτές ο γράφων να ακουμπήσει το κεφάλι του στο αριστερό του μπράτσο, ώστε να τοποθετήσει τα μάτια του όσο το δυνατόν πιο κοντά στο χαρτί, και ενώ κοιτάζει πλαγίως τα γράμματα που κατασκευάζει, να σχηματίζει με τη γλώσσα του τους αντίστοιχους φανταστικούς χαρακτήρες. Αυτές οι κινήσεις, αν και αναμφίβολα βοηθάνε πάρα πολύ την πρωτότυπη σύνταξη, καθυστερούν ως έναν βαθμό την πρόοδο του γράφοντος· και ο Σαμ, χωρίς να το καταλάβει, είχε περάσει μιάμιση ολόκληρη ώρα γράφοντας λέξεις με μικρά γράμματα, μουντζουρώνοντας τα λανθασμένα γράμματα με το μικρό του δάχτυλο και αντικαθιστώντας τα με καινούργια, που έπρεπε να τα περνάει και να τα ξαναπερνάει πολύ συχνά ώστε να διαβάζονται μέσα από τις παλιές μουντζούρες.
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Τσαρλς Ντίκενς «Έγγραφα Πίκγουικ», εκδόσεις Gutenberg