Ιστορική και χωρική εποπτεία
* Ο Φωκίων Κοτζαγεώργης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας, ΑΠΘ
Στους καιρούς των σουλτάνων. Οι κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου υπό οθωμανική κυριαρχία (14ος-19ος αιώνας),
σχετίζονται οι «συντροφίες» των «αλυκαρίων» του Στύλου, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη με τους πετρίτες της Αγίας Μαύρας; Ή το κάστρο του Χλεμουτσίου με το λιμάνι του Βόλου; Τι μοιράζονται το πανηγύρι του Μοσχολουριού και τα 1.700 καταστήματα του Χάνδακα; Ή οι μουσουλμάνοι Εδεσσαίοι που μπορούν τις μέρες των γιορτών τους να αρπάζουν, με νόμιμο τρόπο, παιδιά Ρωμιών και να τα εξισλαμίζουν με τους ρωμιούς Τυρναβίτες που σκότωναν επί τόπου όποιον μουσουλμάνο συντοπίτη τους φερόταν προσβλητικά; Οι αναφορές σε παρόμοια αντιθετικά και παράταιρα ζεύγη θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Η φαινομενική αυτή παραδοξότητα αίρεται με το σχήμα της πληθυντικότητας των κοινωνιών της ελληνικής χερσονήσου, κοινής σε όλη την επικράτεια του οθωμανού σουλτάνου. Αυτό το στοιχείο φιλοδοξεί να αναδείξει η νέα μελέτη του καθηγητή οθωμανικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ηλία Κολοβού. Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ένα ευρηματικά αρμοσμένο σύνολο πηγών διατρέχει την ελληνική χερσόνησο κατά τη διάρκεια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας από την έναρξή της, κάπου στα μέσα του 14ου αιώνα, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση, προσφέροντας, ταυτόχρονα, ένα δημιουργικά δομημένο περίγραμμα της ιστορίας μέσα στο ίδιο χωροχρονικό πλαίσιο.
Ο συγγραφέας είναι ο ιδανικότερος γι’ αυτό το εγχείρημα, καθώς είναι ο μόνος έλληνας οθωμανολόγος που έχει μελετήσει ερευνητικά (δηλαδή μέσω της ενδελεχούς ανάλυσης και ερμηνείας πηγών) σχεδόν το σύνολο της ελληνικής χερσονήσου και του νησιωτικού χώρου υπό τους Οθωμανούς. Αυτό, όμως, που καθιστά το βιβλίο περισσότερο ελκυστικό για τον αναγνώστη, ιδίως τον μέσο, είναι η γλώσσα και το ύφος του: χωρίς να χρησιμοποιεί βαρύγδουπες εκφράσεις ή δυσνόητα διατυπωμένες απόψεις, ο σ. γράφει με ένα λιτό, αλλά συνάμα γλαφυρό ύφος, το οποίο συμπυκνώνει μια βαθιά γνώση των πηγών και της βιβλιογραφίας και συνάμα επενδύεται με μια απλή γλώσσα. Σε πολλά σημεία ο αναγνώστης, ιδίως ο ειδικός, θαυμάζει την απλότητα, αλλά ταυτόχρονα και εννοιολογική ακρίβεια και σαφήνεια με την οποία παρουσιάζονται όροι, διαδικασίες, θεσμοί του οθωμανικού κράτους, για τα οποία έχει χυθεί αρκετό ερευνητικό μελάνι για την κατανόησή τους. Είναι μεγάλη «ασφάλεια» για τον αναγνώστη, συνεπώς, να γνωρίζει ότι αυτό που θα διαβάσει αποτελεί απόσταγμα δεκαετιών επιστημονικής έρευνας και ως εκ τούτου πατά σε στερεά θεμέλια. Αλλά το βιβλίο δεν είναι μόνο σύνθεση της ως τώρα έρευνας ή σύνοψη της βιβλιογραφίας. Στηρίζεται και σε πρωτότυπη έρευνα του συγγραφέα, τόσο μεταφραστική, όσο –και κυρίως– συνθετική και ερμηνευτική. Συνεπώς, πρόκειται για βιβλίο που απευθύνεται τόσο στον ειδικό, όσο και στον μέσο αναγνώστη και ξεφεύγοντας από την «ασθένεια» των επιστημόνων που λέγεται «εξειδίκευση», απλώνεται στη σύνθεση του ευρύ συνόλου, επιτυγχάνοντας να ισορροπήσει με μαστοριά μεταξύ γενικού και ειδικού.
Στα σύντομα, αλλά εμβριθή, Συμπεράσματα, ο συγγραφέας επισημαίνει τον «συμβολαιακό» χαρακτήρα των σχέσεων της οθωμανικής εξουσίας με τις τοπικές κοινωνίες, ο οποίος, όταν εμφανίστηκε εναλλακτική πολιτική πρόταση με τη Γαλλική Επανάσταση, διερράγη και οδήγησε όχι μόνο στη δημιουργία του ελληνικού κράτους, αλλά και σε έναν μακρύ και βαθύ μετασχηματισμό όλης της αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα. Καταλήγει σε μια πολύ εύστοχη παρατήρηση: ο νότος της ελληνικής χερσονήσου –κατεξοχήν τα νησιά– μπορεί να ιδωθεί ως «μεθόριος» και οι ορεινοί της όγκοι ως «περιθώριο» της αυτοκρατορίας με επίκεντρο της Κωνσταντινούπολη. Η σημασία της «μεθορίου» και του «περιθωρίου» είναι ιδιαίτερη, «καθώς μας προκαλεί να σκεφτούμε και το ίδιο το «κέντρο» από μια οπτική γωνία που δεν εγκλωβίζεται στον ιδεολογικό λόγο του αυτοκρατορικού κέντρου» (σ. 301). Τέλος, κάνει ένα σχόλιο για τις ίδιες τις πηγές, ελληνικές και οθωμανικές, και υποστηρίζει, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι η ερευνητική προσέγγιση θα πρέπει να είναι κοινή και να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των θρησκευτικών και γλωσσικών ομάδων των κοινωνιών της ελληνικής χερσονήσου. Δυστυχώς το παραπάνω ιστοριογραφικό αίτημα, αποτελεί ακόμη ζητούμενο της ελληνικής ιστοριογραφίας. Η έκδοση πλαισιώνεται από Παράρτημα δύο χρηστικών πινάκων, στους οποίους ο συγγραφέας ενέταξε τα δεδομένα των συγκεντρωτικών καταστίχων του Σουλεϊμάν και του «Οδοιπορικού» του Εβλιγιά Τσελεμπί.
Όλο το βιβλίο, όπως προαναφέρθηκε, κινείται από το ειδικό στο γενικό και απευθύνεται εξίσου στον ειδικό επιστήμονα και στον μέσο αναγνώστη. Η «γενική θέαση» των ελληνικών κοινωνιών της οθωμανικής περιόδου ήταν κάτι που έλειπε από τη βιβλιογραφική παραγωγή. Πολύ περισσότερο, που ακόμη και οι ειδικές μονογραφίες για την περίοδο ελλείπουν. Η τελευταία παρατήρηση αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη συμβολή του παΛεπτομέρεια του έργου Google Ταύρος, 2018, ακρυλικό, κάρβουνο και παστέλ σε χαρτί, 40 x 430 εκ.