Το «American fiction» είναι μια πανούργα διανοητική κομεντί
Ενα μικρό κινηματογραφικό διαμάντι που δεν βρήκε τον δρόμο στις αίθουσες και πέρασε κατευθείαν στις τηλεοπτικές πλατφόρμες και ένα ντοκιμαντέρ για την τελευταία βραδιά που η pop μουσική έμοιαζε πραγματικά με μεγάλη υπόθεση, που μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο Τίποτα στην ταινία «American fiction» δεν προδίδει ότι πρόκειται για κινηματογραφική μεταφορά ενός μυθιστορήματος που γράφτηκε πριν από 23 χρόνια. Το αιχμηρό βιβλίο «Erasure» του Πέρσιβαλ Έβερετ αποτελεί τη βάση για την τόσο επίκαιρη, τόσο οξυδερκή και τόσο επείγουσα νοηματικά ιστορία ενός σύγχρονου διανοούμενου που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον παραλογισμό και την πνευματική πενία της σύγχρονης κοινωνίας. Ο σκηνοθέτης Κορντ Τζέφερσον με το αιφνιδιαστικό ντεμπούτο
του μας αφηγείται την ιστορία ενός καθηγητή Λογοτεχνίας, του Θελόνιους Έλισον (οι φίλοι τον λένε Μονκ, σαν τον τζαζίστα), ο οποίος απογοητεύεται και προσβάλλεται από τη σύγχρονη καταχρηστική «woke» κουλτούρα και κυρίως από τη χαμηλή αισθητική της λογοτεχνίας που η αγορά εμμένει υποτιμητικά να αποκαλεί «μαύρη», καθώς αποτυπώνει την αφροαμερικανική εμπειρία με γραμματικά εγκλήματα και στερεοτυπικές ιστορίες που δεν μετατοπίζονται ποτέ από τη φτώχεια και την παρανομία στο γκέτο. Εν τω μεταξύ, το αίμα του Μονκ βράζει όταν έρχεται αντιμέτωπος με την εμπορική επιτυχία μιας συγγραφέως, της Σιντάρα, της οποίας το μοσχοπουλημένο μπεστ σέλερ έχει τον τίτλο «We’ s lives in da ghetto» - ακριβώς δηλαδή το λογοτεχνικό (υπο)είδος που αποθεώνεται από τους κριτικούς ως «απαραίτητο για την εποχή» και άλλα παρόμοια. Απαυδισμένος από την ακαδημαϊκή του καριέρα, ο Μονκ θα επιστρέψει στο πατρικό του για να βρει την αδελφή του (Τρέισι Έλις Ρος), μια ζωηρή γιατρό που έχει αναλάβει απρόθυμα τη φροντίδα της ηλικιωμένης μητέρας τους, και τον αδελφό του (Στέρλινγκ Κ. Μπράουν), έναν κοκαϊνομανή πλαστικό χειρούργο. Εκεί θα αποφασίσει να ξεκινήσει το δικό του λογοτεχνικό πείραμα και να «τρολάρει» έμμεσα την αντικουλτούρα του εύκολου κέρδους γράφοντας τη
δική του εκδοχή αυτών που αναζητούν οι λευκοί εκδότες.
Το «American fiction» είναι πικρόχολα αστείο, δομικά θυμωμένο, δαιμόνια εύστοχο ως προς τις κοινωνικές του παρατηρήσεις και πανέξυπνο στη διαχείριση των περίπλοκων και ευαίσθητων ιδεών που πραγματεύεται: η προβληματική πλευρά της (απαραίτητης ωστόσο) συμπερίληψης σε επιτροπές, η πορνογραφική εκμετάλλευση της φυλετικής αφύπνισης και η τάση των ταξικά προνομιούχων να εθελοτυφλούν απέναντι στο ρατσιστικό περιβάλλον που ζουν και εργάζονται. Ο θυμός και το αδικαίωτο συναίσθημα που περιφέρει στα μάτια του ο Μονκ, η αποτυχία να αναγνωρίσει τον πόνο των άλλων, η σχέση απώθησης και τρυφερότητας που έχει με τη μητέρα του, όλα ζωντανεύουν με αόρατους μορφασμούς και ήπιες χειρονομίες χάρη στην υπέροχη ερμηνεία του άδικα παραγνωρισμένου Τζέφρι Ράιτ, που φέτος είναι υποψήφιος για Όσκαρ Ανδρικού Ρόλου. Ο Τζ. Ράιτ με το παίξιμό του μας υπενθυμίζει πόσο ευάλωτος μπορεί να είναι ο ήρωάς του ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της δικής του οργισμένης ευφυΐας. Μπορεί ωστόσο η προσωπική μας ευαλωτότητα να δικαιολογεί την απορριπτική μας συμπεριφορά απέναντι στους άλλους; Δικαιούνται οι προσωπικές μας ανασφάλειες να υψώνουν τον πήχη των απαιτήσεων;