Η Γιούλια παίρνει τη σκυτάλη
Η χήρα του Αλεξέι Ναβάλνι αναγγέλλει ότι αναλαμβάνει να συνεχίσει την πολιτική δράση του ακτιβιστή συζύγου της, που πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες σε φυλακή υψίστης ασφαλείας στη Σιβηρία
Δύο στοιχεία είναι μέχρι στιγμής τα μοναδικά δεδομένα σε σχέση με τον θάνατο του Ρώσου αντιφρονούντα Αλεξέι Ναβάλνι σε φυλακή υψίστης ασφαλείας του αρκτικού κύκλου, που ανακοινώθηκε αργά την Παρασκευή από τις ρωσικές Αρχές προκαλώντας παγκόσμια κατακραυγή.
Το πρώτο είναι ότι η σύζυγός του Γιούλια αναλαμβάνει στο εξής ως κληρονόμος και συνεχίστρια της πολιτικής δράσης του, μια αναγγελία που έκανε χθες η ίδια, έχοντας ήδη γίνει δεκτή από τους υπουργούς Εξωτερικών της Ε.Ε. Το γεγονός υποδηλώνει ότι, πέρα από την ανθρώπινη συμπαράσταση, απολαμβάνει πλέον και την εμπιστοσύνη του πολιτικού κύκλου των Βρυξελλών.
Το δεύτερο είναι ότι τα αίτια θανάτου του 47χρονου δικηγόρου και πολιτικού ακτιβιστή, ίσως του πιο σημαντικού που υπήρξε στα χρόνια του Βλαντίμιρ Πούτιν, υπό την έννοια ότι είχε τη δυνατότητα να κινητοποιεί ένα σχετικά υπολογίσιμο τμήμα της ρωσικής κοινής γνώμης, παραμένουν αδιευκρίνιστα. Σ’ αυτό προστίθεται και το ότι ως και χθες δεν είχε επιτραπεί στους οικείους του να έχουν πρόσβαση στη σορό, γεγονός που πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και εντείνει τις εικασίες. Ήταν ένας άνθρωπος που πλησίαζε τα 50 του, καταδικασμένος σε μια βαρύτατη ποινή, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει ποτέ κακουχίες στη ζωή του, αλλά είχε έρθει ήδη αντιμέτωπος με έναν σοβαρό και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του μετά τη δηλητηρίαση που υπέστη με τον νευτοτοξικό παράγοντα νόβιτσοκ το 2020, κάτι που ενδεχομένως να έπαιξε καθοριστικό ρόλο ως παράγοντας που επιβάρυνε την κατάσταση της υγείας του.
Ο Αλ. Ναβάλνι εξέτιε ποινή κάθειρξης 19 ετών στην περιβόητη φυλακή με την ονομασία «Αρκτικός Λύκος», σε μια απομακρυσμένη περιοχή του ρωσικού αρκτικού κύκλου, έχοντας δικαστεί και καταδικαστεί για «προώθηση εξτρεμισμού». Αυτό συνέβη μετά την επιστροφή του στη Ρωσία τον Ιανουάριο του 2021 από το Βερολίνο, όπου είχε νοσηλευτεί στο Τσαριτέ, το κορυφαίο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Γερμανίας και ένα από τα σημαντικότερα της Ευρώπης, ύστερα από τη δηλητηρίασή του τον Αύγουστο του 2020. Ο άνθρωπος-κλειδί που κατόρθωσε να πετύχει τότε τη διακομιδή του από τη Ρωσία στη Γερμανία δεν ήταν άλλος από τη σύζυγό του, τη Γιούλια. Η ίδια φέρεται να τον αποθάρρυνε να επιστρέψει στη Ρωσία μετά την πλήρη ανάρρωσή του, όπως επίσης και η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ, που ήταν τότε καγκελάριος. Ωστόσο, ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να επιστρέψει και να συνεχίσει την πολιτική δράση του.
«Ερευνούμε» λέει το Κρεμλίνο
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, αφού επέπληξε τις δυτικές κυβερνήσεις για τον «απεχθή» τρόπο αντίδρασής τους, πρόσθεσε ότι η έρευνα τον θάνατο του Αλ. Ναβάλνι συνεχίζεται και διεξάγεται σύμφωνα με τον ρωσικό νόμο. Ως εκ τούτου, «δεν υπάρχουν ακόμη αποτελέσματα». Η εκπρόσωπος του ακτιβιστή Κίρα Γιάρμις ανέφερε ότι οι ειδικοί δεν έχουν εξακριβώσει ακόμη τα αίτια του θανάτου του και ότι η έρευνά τους έχει παραταθεί.
Μια μέρα πριν, την Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου, ο Αλ. Ναβάλνι είχε εμφανιστεί μέσω βιντεοδιάσκεψης στο δικαστήριο όπου εκδικαζόταν ακόμη μία έφεσή του δείχνοντας να είναι καλά στην υγεία του, ευδιάθετος και αστειευόμενος μάλιστα ενώ παρουσίαζε τις υπερασπιστικές θέσεις του. Για τρίτη μέρα χθες οι ρωσικές Αρχές δεν επέτρεψαν στους οικείους του να έχουν πρόσβαση στη σορό. Ακόμη και στην 69χρονη μητέρα του Λουντμίλα απαγόρευσαν να περάσει την είσοδο του νεκροτομείου.
Σε ένα εννιάλεπτο βιντεοσκοπημένο μήνυμά της που κοινοποιήθηκε μερικές ώρες αργότερα, η χήρα του Γιούλια Ναβάλναγια διακήρυξε ότι θα συνεχίσει τον αγώνα του συζύγου της για μια ελεύθερη Ρωσία και κάλεσε τους υποστηρικτές του να πολεμήσουν τον Βλαντίμιρ Πούτιν με μεγαλύτερη μανία από ποτέ. Κατηγόρησε ευθέως τον Ρώσο Πρόεδρο ότι αυτός σκότωσε τον σύζυγό της και με αυτόν τον τρόπο στέρησε από αυτήν έναν σύζυγο και από τα δύο παιδιά τους έναν πατέρα. Αλλά είπε και ότι «η μόνη απάντηση σε ένα τέτοιο έγκλημα είναι να συνεχίσω τον αγώνα του νεκρού Αλεξέι για μια ελεύθερη και ευημερούσα Ρωσία». Οι Ρώσοι, είπε, θέλουν να ζήσουν διαφορετικά, ακόμα κι αν φαίνεται μικρή η ελπίδα για κάτι τέτοιο.