«Μπλόκο» κυβέρνησης- εργοδοτών για μισθό στα 800 ευρώ
Αυξήσεις στο όριο του πληθωρισμού (3,5%) αλλά κάτω από το όριο της φτώχειας ζητούν για τον κατώτατο μισθό βιομήχανοι, έμποροι και επαγγελματοβιοτέχνες
Σε
αυξήσεις στο όριο του πληθωρισμού φαίνεται να συγκλίνουν κυβέρνηση και εργοδοτικές οργανώσεις, απαντώντας ουσιαστικά στην πρόταση των συνδικάτων για σημαντική ενίσχυση του κατώτατου μισθού και διαμόρφωσή του στα 908 ευρώ, που κατέθεσε προχθές Δευτέρα η ΓΣΕΕ μέσω της έκθεσης του ΙΝΕ.
Μετά τις επαναλαμβανόμενες δηλώσεις της υπουργού Εργασίας Δόμνας Μιχαηλίδου ότι οι αυξήσεις που θα χορηγηθούν στον κατώτατο μισθό θα καλύπτουν (τουλάχιστον) τον πληθωρισμό, το σύνολο των εργοδοτικών οργανώσεων (με την εξαίρεση του ΣΕΤΕ λόγω της πρόσφατης υπογραφής κλαδικής σύμβασης) ακολουθεί συντεταγμένα την κυβερνητική γραμμή, προτείνοντας αυξήσεις μεταξύ 3,5% και 3,8%, ενώ σε αυτό το ποσοστό κινείται και η πρόταση της Τραπέζης
της Ελλάδος. Με άλλα λόγια, μετά από τρία χρόνια δραματικής συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθών αρχικά λόγω του πολύ υψηλού πληθωρισμού που ανατροφοδότησε στη συνέχεια ένα πρωτοφανές κύμα ακρίβειας και αισχροκέρδειας κυβέρνηση και εργοδότες καλούν ουσιαστικά τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων να συνεχίσει να επιβιώνει και το 2024 με καθαρές αποδοχές οριακά πάνω από τα 800 ευρώ, αλλά κάτω από το όριο της φτώχειας, που προσδιορίζεται από το ΙΝΕ ΓΣΕΕ στα 866 ευρώ.
Στα όρια του πληθωρισμού
Αναλυτικά, ο ΣΕΒ προτείνει αύξηση 3,6% του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με τους βιομηχάνους της Βόρειας Ελλάδας, «η αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να αναπληρώνει τις απώλειες των εισοδημάτων του 2023», δηλαδή να κινηθεί στα όρια του πληθωρισμού. Μάλιστα στην πρόταση σημειώνεται ότι, αφενός, θα πρέπει να «προστατευτεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων», ενώ η μισθολογική αύξηση «θα πρέπει να συνδυαστεί με φορολογικές ελαφρύνσεις των δικαιούχων του κατώτατου μισθού, ώστε να μην εξανεμιστεί από τις αυξήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης και ενέργεια».
Στη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού στα 800 ή στα 820 ευρώ συμφωνούν μέσω των υπομνημάτων που έχουν καταθέσει στο ΚΕΠΕ ο ΣΕΒ, ο ΣΒΕΕ (Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδας) αλλά και η ΓΣΕΒΕΕ (Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας), οι προτάσεις της οποίας για τις αυξήσεις των μισθών παραδοσιακά προσέγγιζαν σε μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες των συνδικάτων, καθώς οι αυξήσεις στους μισθούς επιστρέφουν στην αγορά και κυρίως στα ταμεία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Οι προτάσεις για οριακές αυξήσεις πέριξ του πληθωρισμού, όπως κατατέθηκαν στο ΚΕΠΕ, έρχονται την ώρα
που μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων (ορισμένες και μέσω και των διαρκών ανατιμήσεων) κατέγραψε κέρδη-ρεκόρ το 2023, ενώ και τα κρατικά ταμεία «φούσκωσαν» μέσω του ΦΠΑ. Επιπλέον, θεωρείται δεδομένο ότι η ακρίβεια όχι μόνο δεν πρόκειται να υποχωρήσει, αλλά θα συνεχιστούν και μέσα στο 2024 οι αυξήσεις στα βασικά είδη διατροφής, απομειώνοντας ακόμα περισσότερο τις πραγματικές αποδοχές των
εργαζομένων και όχι μόνο όσων αμείβονται με τα κατώτατα όρια.
Σχεδόν 100 ευρώ η απόσταση σε σχέση με την πρόταση της ΓΣΕΕ, που ζητά κατώτατο μισθό στα 908 ευρώ τον μήνα
Οι μικρομεσαίοι δεν αντέχουν
Η αλλαγή στάσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) στο θέμα της αύξησης του κατώτατου μισθού είναι απόρροια του νέου τρόπου φορολόγησής τους, καθώς η σύνδεση μισθών με τη φορολογία της επιχείρησης οδηγεί σε δραματική αύξηση του τεκμαρτού εισοδήματος, ακόμα και 50%. «Ο νέος τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων αποτελεί έναν νέο προσδιοριστικό παράγοντα και μάλιστα ανασχετικό για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού» σημειώνει η ΓΣΕΒΕΕ. Επίσης, οι έμποροι τονίζουν ότι η κατανάλωση μειώθηκε σε πολλούς κλάδους (ρούχα, έπιπλα), ενώ το νέο καθεστώς φορολόγησης βάσει τεκμηρίων με γνώμονα τον κατώτατο μισθό πλήττει τις επιχειρήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αντέξουν μεγαλύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού.