Η πολιτική οικονομία μιας εξέγερσης διαρκείας
Τα τρακτέρ μπορεί να έφυγαν από το Σύνταγμα, όχι όμως και από τους δρόμους. Το ακριβό πετρέλαιο, τα απλησίαστα λιπάσματα, οι πανάκριβες ζωοτροφές, αυτοί οι βασικοί συντελεστές κόστους για την αγροτική και την κτηνοτροφική παραγωγή εξακολουθούν να πωλούνται σε τιμές που παραμένουν στα ύψη. Οι κυβερνητικές δεσμεύσεις αφορούν ασήμαντα ποσά. Και μόνο η σκληρή ανάγκη να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν θα οδηγήσει κάποιους από τους αγρότες και πάλι στα χωράφια. Όπου, βεβαίως, υπάρχουν… Γιατί σε μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας εξαφανίστηκαν…
Η ουσία είναι ότι υπήρξε και υπάρχει η ενιαία βάση προβλημάτων που κυοφορεί τη γένεση μιας ευρύτατης κοινωνικής συμμαχίας, η οποία περιλαμβάνει μεγάλο μέρος των κοινωνικών στρωμάτων όχι μόνο της ποικιλόμορφης υπαίθρου, αλλά και των αστικών κέντρων. Η ακρίβεια, ο πληθωρισμός αποτελούν τη συγκολλητική ουσία αυτής της συμμαχίας. Οι άνθρωποι που παράγουν και πωλούν φτηνά είναι οι ίδιοι με αυτούς που αγοράζουν τα ίδια πράγματα ακριβά. Που ψάχνουν να βρουν φτηνά νοίκια για να στείλουν τα παιδιά τους, αλλά δεν βρίσκουν… Η μαζική παρουσία και η επιδοκιμασία μισθωτών και φοιτητών στο Σύνταγμα το επιβεβαιώνουν.
Χτυπήθηκαν σκληρά από την κρίση
Την περίοδο από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης το 2009-10 μέχρι σήμερα την έζησαν ίσως πιο σκληρά οι άνθρωποι της υπαίθρου. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (απογραφή 2021) είναι συγκλονιστικά:
• Πρώτο στοιχείο, η μαζική φυγή του πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές. Αγρότες, κτηνο
τρόφοι, αλιείς και μελισσοκόμοι μειώθηκαν από το 2009 μέχρι το 2020 κατά 368.686 άτομα ή κατά 30,94% του αγροτικού πληθυσμού του 2009 (!), δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ σχεδόν το 1/3 των απασχολουμένων πλήρως και κατ’ αποκλειστικότητα ή μερικώς ως ιδιοκτήτες ή ως εργάτες: από 1.191.006 απασχολούμενους το 2009 μειώθηκαν σε 822.420 άτομα το 2020 και εγκατέλειψαν την ύπαιθρο, σύμφωνα με επεξεργασία των στοιχείων της απογραφής της ΕΛΣΤΑΤ στη γεωργία και στην κτηνοτροφία το 2021!
Επιπλέον:
Ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων από 723.006 το 2009 είχε μειωθεί κατά 26,6% το 2020, στις 530.679.
• Οι αρδευόμενες αγροτικές εκμεταλλεύσεις ήταν το 2009 451.258 και είχαν μειωθεί κατά 27,7% το 2020, στις 326.256.
• Οι αροτραίες καλλιέργειες το 2020 είχαν συρρικνωθεί κατά 34,6% έναντι του 2009 σε αριθμό και κατά 16,1% σε στρέμματα.
• Τα αμπέλια και τα σταφιδάμπελα είχαν μειωθεί κατά 41,3% σε αριθμό καλλιεργειών και κατά 29,7% σε στρέμματα.
• Οι δενδρώδεις καλλιέργειες είχαν μειωθεί κατά 22,8% σε αριθμό και κατά 9,7% σε έκταση.
• Τα θερμοκήπια, παρά τη μείωσή τους κατά 6,5% σε αριθμό, είχαν αυξηθεί (ω του θαύματος…) κατά 13,7% σε καλυπτόμενα στρέμματα.
Παρόμοια θεαματική συρρίκνωση καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ και στην κτηνοτροφία, όπου σε όλες τις κατηγορίες αποτυπώνεται σημαντική μείωση του ζωικού πληθυσμού μεταξύ 2009 και 2020. Ειδικότερα:
• Κατά 3,7% στα βοοειδή, κατά 15,7% στα προβατοειδή και κατά 25,3% στα αιγοειδή, ενώ κατά 21,6% έχει μειωθεί ο πληθυσμός των χοίρων και κατά 26,7% των πουλερικών!
Η ακρίβεια και οι πλημμύρες ήρθαν να συμπληρώσουν μια εικόνα καταστροφής που διαμορφώνεται
σταθερά από το 2009 μέχρι σήμερα. Σε 14 χρόνια ο αγροτικός- κτηνοτροφικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 30,94% (!)
και οι αγροτικές- κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις κατά 26,6% (!)
Πορεία ερήμωσης
Για την «προστασία του πρωτογενούς τομέα» μέσω των διαφόρων κοινοτικών πολιτικών και κυρίως της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) έχει χυθεί πολύ μελάνι. Τα δισεκατομμύρια όσων δαπάνησαν τα Κοινοτικά Ταμεία δεν απέτρεψαν την πορεία καταστροφής μεγάλου μέρους των αγροτών και κτηνοτρόφων τουλάχιστον στην Ελλάδα. Η «εθνική ανικανότητα» (;) αποτυπώνεται ίσως με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στην πορεία διάλυσης του μεγαλύτερου τμήματος της εθνικής βιομηχανίας λιπασμάτων. Πάντως, πέρα από συγκυριακούς παράγοντες που σε ορισμένες περιπτώσεις δημιούργησαν θετικό περιβάλλον για τμήματα της αγροτικής οικονομίας, η σταθερή τάση είναι αρνητική και αποτυπώνεται στα στοιχεία που παραθέσαμε απολογιστικά για την περίοδο 2009-2022.
Η στρατηγική σημασία του αγροτοδιατροφικού τομέα αποτυπώνεται και διακηρύσσεται στα προγράμματα όλων σχεδόν των κομμάτων. Παρ’ όλα αυτά και παρά τα «μεγάλα λόγια» για την ΚΑΠ, το αποτέλεσμα για την ελληνική αγροτική οικονομία είναι σταθερά αρνητικό. Σήμερα, παρά το γεγονός ότι ο τομέας των τροφίμων καλύπτει το 18% των ελληνικών εξαγωγών (κυρίως φράουλες, κεράσια, καρπούζια, ροδάκινα κ.λπ.), η αγροτική-κτηνοτροφική παραγωγή αντιστοιχεί μόλις στο 3,9% του ΑΕΠ. Η βιομηχανία στο 6,8% και η βιοτεχνία στο 9,1%, ενώ οι υπηρεσίες φτάνουν στο γιγαντιαίο 80,2% του ΑΕΠ (του τουρισμού συμπεριλαμβανομένου). Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το 11% των εισαγωγών αφορά τρόφιμα.
Με αφορμή τις αγροτικές κινητοποιήσεις, αποκαλύφθηκε ότι η τελευταία ελληνική αίτηση για την ΚΑΠ από την κυβέρνηση Μητσοτάκη το 2022 ήταν στην κυριολεξία «γονατογράφημα», καθώς έγιναν πάνω από 400 παρατηρήσεις από τις κοινοτικές υπηρεσίες, ενώ εκπρόσωποι των αγροτών κατήγγειλαν ότι στελέχη του αρμόδιου υπουργείου δεν γνωρίζουν καν το αντικείμενο. Όμως και όταν οι εκθέσεις ήταν σωστές και εισπράττονταν περισσότερα κονδύλια, η αρνητική πορεία της ελληνικής γεωργίας δεν αντιστράφηκε.
Το μέγα ερώτημα είναι τι πρέπει να γίνει, και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Υπάρχουν τα αιτήματα των αγροτών. Υπάρχουν οι προτάσεις των κομμάτων, εκ των οποίων οι της Αριστεράς αρκετά ολοκληρωμένες. Ερώτημα, βεβαίως, αποτελεί αν φτάνουν στους αγρότες οι προτάσεις αυτές. Εκτός, όμως, όλων αυτών υπάρχουν και οι επικείμενες ευρωεκλογές. Και το πανευρωπαϊκής διάστασης «αγροτικό πρόβλημα» πιθανότατα να αναδειχθεί σε «game changer». Το μέγα ερώτημα είναι: «Προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά;».