Ο φόβος για τον «παράγοντα Τραμπ»
«ΑΝ οποιοσδήποτε Ρώσος στρατιώτης πατήσει το πόδι του στο έδαφος του ΝΑΤΟ, θα υπερασπιστούμε κάθε σπιθαμή του» διαμήνυσε ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους, που έγινε πρωτοσέλιδο την περασμένη εβδομάδα λέγοντας στη σύνοδο του Μονάχου ότι η Ουκρανία πρέπει να νικήσει τη Ρωσία και καλώντας τους νατοϊκούς συμμάχους να υπερβούν τη δέσμευση του 2% για τις αμυντικές δαπάνες. Υπάρχει ωστόσο μια ειδοποιός διαφορά συγκριτικά με το παρελθόν, όταν η ψυχροπολεμική υστερία στην Ευρώπη καλλιεργούνταν από τις ΗΠΑ. Αυτή τη φορά είναι ο φόβος ότι η Αμερική θα αφήσει μόνη της την Ευρώπη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Πόσο πραγματικός είναι όμως αυτός ο φόβος; Αναλυτές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης γίνονται όλο και πιο ξεκάθαροι όσον αφορά τους εφικτούς στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ανεξάρτητα από όσα διατείνονται ή πρεσβεύουν ο Τζο Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ. Το σημαντικότερο είναι ότι δείχνουν την οδό του ρεαλισμού, δικαιολογώντας ενδεχομένως εν μέρει τον φόβο «εγκατάλειψης» των Ευρωπαίων. Συνδυάζοντας μάλιστα αυτά που διακήρυττε η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Προέδρου όταν αναλάμβανε την εξουσία, πριν από τρία χρόνια, με αυτά που έχει «πετύχει» ως τώρα, η διαπίστωσή τους εν είδει προειδοποίησης είναι λιτή και περιεκτική: «Η Αμερική δεν μπορεί να τα έχει όλα δικά της».
Ο Στίβεν Βερτχάιμ, επισκέπτης λέκτορας στη Σχολή Δημόσιων και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Πρίνστον, γράφει σε ένα μακροσκελές άρθρο του στο Foreign Affairs: «Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά της με σκοπό να δώσει στρατηγική εστίαση στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος και η ομάδα του υποσχέθηκαν να τερματίσουν τους “αιώνιους” πολέμους των Ηνωμένων Πολιτειών και να κάνουν τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ενός δυσαρεστημένου κοινού. Σήμερα αυτό το όραμα είναι κουρελιασμένο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον βυθισμένες σε πολλαπλούς πολέμους στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή, ακριβώς εκεί όπου η κυβέρνηση Μπάιντεν υποσχέθηκε να κρατήσει τα πράγματα σε ηρεμία. Την ίδια ώρα, οι σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία έχουν επιδεινωθεί τόσο εντυπωσιακά, που αυξάνεται η ρεαλιστική προοπτική της πρώτης σύγκρουσης μεταξύ μεγάλων δυνάμεων από το 1945. Το σκεπτικό για την αμερικανική παγκόσμια κυριαρχία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όπως διατυπώθηκε από το Πεντάγωνο το 1992, ήταν ότι με τη διατήρηση της στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας τους στις περισσότερες περιοχές του κόσμου οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κατέστειλαν τον ανταγωνισμό μεταξύ άλλων χωρών, θα απέτρεπαν τους αμφισβητίες της ισχύος τους να αναδυθούν και θα διατηρούσαν την παγκόσμια ειρήνη με ένα λογικό κόστος για τους Αμερικανούς. Όμως η μονοπολική εποχή έχει τελειώσει. Προχωρώντας μπροστά, οι επιλογές είναι ζοφερές: Οι Ηνωμένες Πολιτείες είτε θα παρεμβαίνουν επιλεκτικά στις διεθνείς κρίσεις προκειμένου να περιορίσουν και να ελέγξουν τους κινδύνους ή θα επιμείνουν στην παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους και θα εμπλέκονται από κρίση σε κρίση. Η αναβίωση της εμπιστοσύνης στην πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει αποδειχθεί βραχύβια και οι γενιές των Αμερικανών που δεν έχουν καμία ανάμνηση από τον Ψυχρό Πόλεμο έρχονται πια στην εξουσία (...) Η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι σταθερή κατά της πρόσκλησης της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και, αντ’ αυτού, να προετοιμαστεί να εξοπλίσει τη χώρα για να αμυνθεί μακροπρόθεσμα (...) Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάζονται παγκόσμια στρατιωτική κυριαρχία για να ευδοκιμήσουν. Αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να σώσουν τη φιλελεύθερη Δημοκρατία τους, να ξαναχτίσουν το πολιτικό σύστημά τους και να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη του λαού σε αυτό. Η προσκόλληση στην πρωτοκαθεδρία αναστέλλει αυτό το σπουδαίο έργο. Οδηγεί σε μια εξωτερική πολιτική που είναι διαρκώς εκτός ελέγχου και σε μια χώρα που χάνει την αίσθηση του αυτοελέγχου»...