Από την πλατεία Πιγκάλ μέχρι το Μπαρμπές*
ΜΑ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΑ είναι πιο μεγάλος ο ανταγωνισμός. Πρώτα απ’ όλα, υπάρχουν οι πολύ φινετσάτοι ζιγκολό, οι πολύ «μοδάτοι» γόνοι καλών οικογενειών, οι κομψευόμενες «αδερφές» των βουλεβάρτων και των νυχτερινών κέντρων που έρχονται στη Μονμάρτρη για να ψαρέψουνε πελάτες μετά τη χοροεσπερίδα. Ύστερα, είναι κι οι άξεστες λούγκρες από το Σεμπαστό κι από το Μονπαρνάς. Είναι τα λεβεντόκορμα τα φανταράκια, οι «ορντινάντσες», που παίρνουν κάποιον στο κατόπι για ένα τάλιρο· είναι τα ναυτάκια, τα οποία κάνουν τσάρκα, με τις κολαρίνες και τα παντελόνια που φουσκώνουν στον άνεμο· είναι οι παίδαροι από τη Βρετάνη, που λικνίζουν με καμάρι τα μεστωμένα τους μεριά, που το δέρμα τους και τα φιλιά τους αφήνουν γεύση αλίπαστου ψαριού.
Ετσι, τα κορίτσια της ηδονής αγωνίζονται όπως μπορούν. Φτύνουν λίγο πιο πέρα από τη «μεγάλη μαρκησία», που είναι γιος οικογένειας της κοσμοπολίτικης αριστοκρατίας, στρέφονται με απειλητικές διαθέσεις προς τον μισομεθυσμένο φοιτητή ή προς το ομορφοκαμωμένο σχολιαρόπαιδο, που δεν βιάζονται καθόλου να γυρίσουν σπίτια τους...
«Δεν είναι κρίμα», αναστέναζε η Μάρθα, «να βλέπεις όλους αυτούς τους νεαρούληδες να ψάχνουν κώλο; Άμα συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, σε λίγο δε θα ’χει μείνει πια τίποτα για μας». Η Μαργκό δεν είχε την ίδια άποψη.
«Έχει ακόμα για όλα τα γούστα», είπε.
Μέσα σ’ αυτό τον συνωστισμό αναζητούσε ο Σουσού τον επιούσιο κάθε βράδυ, δυο μήνες τώρα. Είχε, μάλιστα, προοδεύσει αρκετά γρήγορα στη δουλειά του. Τον γνώριζαν τώρα από την πλατεία Πιγκάλ μέχρι το Μπαρμπές. Τα συντρόφια του φαίνονταν να ζηλεύουν που τον έβλεπαν να εργάζεται τόσο εντατικά. Δίχως να δυσκολευτεί καθόλου, μονοπωλούσε το ενδιαφέρον όλων των σοβαρών πελατών. Μερικοί είχαν τσιμπηθεί μαζί του και του έκαναν δωράκια. Σύντομα απέκτησε ένα κουστουμάκι κομπλέ, το οποίο, ραμμένο επί παραγγελία, αναδείκνυε όπως έπρεπε τις θελκτικές καμπύλες του.
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Χρυσόψαρο, δωμάτια μετ’ επίπλων», εκδόσεις Κίχλη