Στο μεσοπολεμικό ενυδρείο της Πιγκάλ
Ηταν ένα σάστισμα το «Χρυσόψαρο, δωμάτια μετ’ επίπλων». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο συγγραφέας του είχε σεργιανίσει στον κόσμο του Φρανσίς Καρκό· πως είχε βυθιστεί στο καλειδοσκοπικό βλέμμα των Εφήβων του Γκι Λεβί Μανό· πως είχε ξεκλειδώσει πολλές από τις πόρτες που οδηγούν στους λαβυρίνθους του Προυστ
Ηταν ένα σάστισμα. Από τα έγκατα του λησμονημένου Μεσοπολέμου, εκεί που το φως των ερμηνειών εναλλάσσεται με τους ίσκιους του απρόβλεπτου, αναδύθηκε ένας χαμένος κρίκος. Αρμός που καταδεικνύει τα σημεία επαφής με τις προηγούμενες συμβολές για την παραγωγή ομοερωτικού λόγου στα γαλλικά Γράμματα, ενώ συγχρόνως σκιάζει υποβλητικά τις συνδέσεις του, προαναγγέλλοντας, σε ορισμένα σημεία, λογοτεχνικά κείμενα όπως «Η Παναγία των Λουλουδιών» του Ζενέ. Ήταν ένα σάστισμα το «Χρυσόψαρο, δωμάτια μετ’ επίπλων». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο συγγραφέας του είχε σεργιανίσει στον κόσμο του Φρανσίς Καρκό - κι όχι μονάχα αναγνωστικά· πως είχε βυθιστεί στο καλειδοσκοπικό βλέμμα των Εφήβων του Γκι Λεβί Μανό· πως είχε ξεκλειδώσει πολλές από τις πόρτες που οδηγούν στους λαβυρίνθους του Προυστ και είχε εμπιστευτεί την έκφραση της εσωτερικής ζωής των χαρακτήρων του στις λεκτικές τους ικανότητες. Καθώς το αφηγηματικό Εγώ ανοίγεται στη συνείδηση του Πιερ/Σουσού, της Λουίζ, του Μπομπ, της Μπιζού και του Ζιλό πάνω στα βρόμικα κρεβάτια των βιζιτάδικων, στα στέκια όπου οι «άνθρωποι του μόχθου» συγχρωτίζονται με «ψιμυθιωμένους νέους», «μοδάτους» γόνους της κοσμοπολίτικης αριστοκρατίας κι «άξεστες λούγκρες από τη Σεμπαστό» υπό τους ήχους του ακορντεόν και της τζαζ ορχήστρας ή στα χαμάμ όπου η σάρκα απολυτρώνει κι εξισώνει τα πλάσματά της (κι απ’ όπου πέρασε εκείνα τα χρόνια κι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αναζητώντας τον Λε Κιζιά και τα ίχνη του Προυστ), προκύπτουν οι ετερογλωσσικές συνθέσεις του μυθιστορήματος: Τα «φραγκολουμπινίστικα» των βουλεβάρτων και των νυχτερινών κέντρων, η αργκό των λαϊκών συνοικιών και οι κοινωνικά επικαθορίζοντες κι επικαθοριζόμενοι λόγοι για την ομοερωτική επιθυμία συνυπάρχουν με λέξεις λόγιες, σπάνιες και ποιητικές, με κλισέ του «έγκριτου» συντηρητικού Τύπου, με αναφορές στη μουσική και στην τέχνη. Είναι ένα σάστισμα το «Χρυσόψαρο». Κι ένα παραξένισμα, το οποίο μας προσελκύει στις διαδρομές του. Τόσο έντονα, ώστε γινόμαστε χαρτογράφοι για να εκτιμήσουμε τούτη την πολύτιμη queer γεωγραφία του Παρισιού κατά τον Μεσοπόλεμο, εντοπίζοντας ταυτόχρονα στο Σεληνόφως απομεινάρια προσώπων υπαρκτών, τα οποία αίρονται και μετασχηματίζονται σε ολοζώντανους λογοτεχνικούς χαρακτήρες χάρη στο ταλέντο και στη διακειμενική ειρωνεία του Άλεκ Σκούφη/Alec Scouffi. Το «Χρυσόψαρο» αναδεικνύεται σε λυρικό, εντέλει, παρελθόν (καταπώς θα έλεγε ο Παλαμάς), σε αντίθεση με το ένδοξο των γενικεύσεων για τους κοινούς τόπους της λήθης. Ανακαλύπτουμε, συγχρόνως, ότι εκείνο το Παρίσι προδιαγράφει τη ζωή και τον θάνατο των ερωτικών σωμάτων που μεταβάλλουν τα σημεία της στερεοτυπίας σε μια κοινωνία εσωτερικευμένων ενορμήσεων θανάτου, ανισοτήτων, ιεραρχιών, στα πρόθυρα βαθιάς πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Τόσο ο Σουσού όσο και ο Scouffi όρισαν την ύπαρξή τους εντός του τρικυμισμένου ενυδρείου, μολονότι πόθησαν τις ανοιχτές θάλασσες της ερωτικής επιθυμίας. Εντούτοις, λίγο πριν το τέλος, η σκοτεινή διαφάνεια της μεσοπολεμικής πόλης μετασχηματίστηκε σε κάτι πιο πραγματικό από τη μια ή την άλλη ατομική διαδρομή· σε μυθιστόρημα.