Ο θάνατος του εμποράκου
Μεγάλο το πλήγμα στο μικρομεσαίο λιανεμπόριο σύμφωνα με τα όσα αναδεικνύει έρευνα της ΕΣΕΕ για τον κλάδο, ο οποίος έχει απώλειες και εργαζομένων
μείωση εργαζομένων στο εγχώριο μικρομεσαίο λιανεμπόριο, όπως προκύπτει από διαχρονικά στοιχεία αλλά και τα τελευταία δεδομένα της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου της ΕΣΕΕ για το 2022, καταδεικνύει τη συρρίκνωση των μικρών επιχειρήσεων και τις τάσεις συγκέντρωσης. Ειδικότερα, στο πρώτο εξάμηνο του 2023 το 33% των εμπόρων ανέφερε ότι ο τζίρος του μειώθηκε, ενώ το 49% ότι παρέμεινε στάσιμος.
Νωρίτερα το 2022 συνολικά το μικρομεσαίο λιανεμπόριο εμφάνισε αύξηση τζίρου κατά 26,2% και κερδοφορίας κατά 14,1%, η οποία εν πολλοίς στηρίζεται στις πληθωριστικές ανατιμήσεις των πωληθέντων προϊόντων. Η αύξηση κόστους στην αλυσίδα αξίας είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση της μέσης εξαμηνιαίας αξίας αγοράς εμπορευμάτων από πλευράς επιχειρήσεων κατά 69% στο πρώτο εξάμηνο του 2023.
Στα χέρια των λίγων
Την ίδια ώρα, όλο και περισσότερο μειώνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, δείγμα της εξελισσόμενης συγκέντρωσης στα χέρια λιγότερων επιχειρήσεων και του περιορισμού των εταιρειών που κατατάσσονται στον τομέα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Σημειώνεται ότι το 26% των εργοδοτών στην Ελλάδα δραστηριοποιείται στο εμπόριο, ενώ το 16,1% των μισθωτών απασχολείται σε αυτό. Το μερίδιο των αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο του εμπορίου ανέρχεται σε ποσοστό 14,5% και έχει μειωθεί σωρευτικά από το 2004 κατά 46,5%. Η συγκεκριμένη εξέλιξη εκφράζει τη μείωση των μικρών και μεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων και δείχνει τη συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια μεγαλύτερων παικτών. Πλέον, σε κάθε εργοδότη αντιστοιχούν 6 μισθωτοί, από 5,3 που ήταν το 2022, γεγονός που επίσης καταδεικνύει ότι υφίσταται συγκέντρωση σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις του εμπορικού κλάδου.
Επίσης, την τελευταία δεκαετία το ποσοστό ίδρυσης νέων μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο εμπόριο περιορίστηκε στο 14%, ένδειξη που υπογραμμίζει την έλλειψη διάθεσης και σκοπού ενασχόλησης με τον κλάδο.
Οι διαφορές
Στην έρευνα καταγράφονται σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά τους κλάδους του εμπορίου αλλά και τη γεωγραφική κατανομή των πωλήσεων. Είναι χαρακτηρι
στικό ότι ο κλάδος των τροφίμων διατηρεί από το 2020 και μετά μερίδιο κατανάλωσης άνω του 20% (20,9% το 2022), ενώ αντίθετα το μερίδιο της ένδυσης έχει σταθεροποιηθεί από το 2020 σε ποσοστό πέριξ του 3,5% (3,6% το 2022), όταν το 2008 το αντίστοιχο μερίδιο ήταν σχεδόν διπλάσιο.
Τα χρόνια της κρίσης
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 2008, προ κρίσης, περισσότερα
από 1 στα 3 νοικοκυριά (ποσοστό 35%) είχαν μηνιαίο εισόδημα πάνω από 2.801 ευρώ. Τώρα σε αυτές τις εισοδηματικές κατηγορίες ανήκει το 23%.
Αντιστρόφως, τα νοικοκυριά που βρίσκονται στις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες (έως 1.100 ευρώ μηνιαίως), από 15,4% που ήταν το 2008, πλέον ξεπερνούν το 19%, ενώ συρρικνώθηκε σημαντικά το μερίδιό τους στο σύνολο των ελληνικών
νοικοκυριών τη διετία 2021- 2022, στοιχείο που σηματοδοτεί τη βελτίωση των εισοδημάτων συνολικότερα.
Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος είχε εκ των πραγμάτων επίπτωση στη μέση μηνιαία καταναλωτική δαπάνη αλλά και διαφορετική κατανομή της, με τα νοικοκυριά να δίνουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στα είδη διατροφής, κόβοντας ελαστικές δαπάνες, όπως τις αγορές ρούχων, παπου
τσιών και μεγάλων οικιακών συσκευών. Μεταξύ των ετών 2008 και 2022 η συνολική μηνιαία δαπάνη καταγράφει πτώση της τάξης περίπου του 24,4% (από 2.117,6 ευρώ, σε 1.600,34 ευρώ), η οποία προφανώς οφείλεται εν πολλοίς στις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που ακολουθήθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης αλλά και των επάλληλων κρίσεων που ακολούθησαν (υγειονομική, ενεργειακή).