Νες προκλήσεις
Αιώνες πριν, η λύση που βρέθηκε ήταν ριζική. Στη νομοθεσία του Καρλομάγνου, όταν ο δικαστής καθυστερεί την έκδοση αποφάσεώς του, ο διάδικος ενάγων εγκαθίσταται στο σπίτι του δικαστή, «όπου ζει διά τραπέζης, κοίτης και εξόδων του δικαστή». Η εκτίμηση της σημασίας του χρόνου ήταν η αιτία που το σύνταγμα του 1952 προέβλεπε την έκδοση ειδικού νόμου για την προστασία ξένων επενδύσεων. Ο νόμος αυτός εκδόθηκε και προέβλεπε την προσφυγή σε διεθνή διαιτησία προς αποφυγή του αργού ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης. Στην προσεχή αναθεώρηση του συντάγματος οι επενδύσεις που γίνονται για μεγάλα παραγωγικά έργα (και όχι για αγορά ακινήτων), ιδιαίτερης σημασίας για την εθνική οικονομία, νομίζω ότι αξίζει να προσεχθούν για να σταματήσουν οι σημερινές ατέλειωτες προσφυγές σε διάφορες δικαιοδοσίες, που καταλήγουν, όχι σπάνια, στη ματαίωση των έργων. Πέραν των καθυστερήσεων, το σκεπτικό, η ουσία ορισμένων αποφάσεων προκαλούν ερωτήματα. Δεν είναι, βέβαια, ο κανόνας, είναι όμως χαρακτηριστικές και για την εκτίμηση του πραγματικού και για τον νομικό συλλογισμό.
Ο αείμνηστος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Στ. Τσακυράκης έγραψε: «Η δικαστική λειτουργία αδυνατεί να επιτελέσει το βασικό έργο της, δηλαδή να επιλύσει τις διαφορές των πολιτών σε εύλογο χρόνο. Δεν έχουμε απλώς καθυστερήσεις, έχουμε αρνησιδικία». Γίνεται πιο αυστηρός ακόμη, επισημαίνοντας ότι «η πιο αποτυχημένη λειτουργία ανα
δεικνύεται με ορισμένες αποφάσεις της σε αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα». Όχι σπάνια, και πάντως σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις, έγκριτοι νομικοί σχολιαστές διακρίνουν σε δικαστικές αποφάσεις προφανή νομικά σφάλματα, αβάσιμες ή ατελείς εκτιμήσεις του πραγματικού, πλήρη περιφρόνηση ως προς τον χρόνο επιδικίας. Όταν αυτό συμβαίνει, το δικαστήριο δεν είναι πια δικαιοδοτικός θεσμός Κράτους Δικαίου στην υπηρεσία των πολιτών, εν ονόματι των οποίων υποκρινόμαστε ότι εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις, αλλά ένα δικαστήριο με το νόημα που έδωσε ο Κάφκα («Η Δίκη»), δηλαδή μια εξουσία που δικάζει επειδή έχει τη δύναμη από την οποία και μόνο αντλεί νομιμοποίηση.
Η απώλεια της εμπιστοσύνης, της πίστης ότι θα βρεις το δίκιο σου και σε χρόνο που η δικαίωσή σου θα έχει κάποια αξία διαρρηγνύουν τον σύνδεσμο του πολίτη με το θεσμικό πλαίσιο. Οι δικαστικές δυσλειτουργίες πηγαίνουν βαθιά διότι οι πολίτες δεν χάνουν μόνο την εμπιστοσύνη τους στο δικαστικό σύστημα, αλλά σταδιακά γενικότερα στους δημοκρατικούςαντιπροσωπευτικούς θεσμούς, από τους οποίους αποξενώνονται γιατί είναι μακρινοί, αδιάφοροι, αβέβαιοι. Και πρόβλημα Δημοκρατίας λοιπόν.
Η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη δεν αρκεί να προχωρήσει σε μικρές, χωρίς συνοχή αλλαγές στους κώδικες. Χρειάζεται μια άλλη οπτική και κυρίως να φύγουμε από τη Δικαιοσύνη των περιπεπλεγμένων διαδικασιών, προς τη Δικαιοσύνη που αναζητεί αυτεπαγγέλτως την αλήθεια
στην πολιτική και ποινική δίκη. Έχουμε τους καλύτερους εκπαιδευμένους νέους νομικούς. Μας χρειάζονται και άλλες ειδικότητες για τα οργανωτικά θέματα, στατιστικοί, προγραμματιστές, αναλυτές δεδομένων κ.ά. Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση συμβαίνει ήδη. Στις ΗΠΑ οι αλγόριθμοι έχουν αναλάβει υπηρεσία στη Δικαιοσύνη.
Ακούσαμε στη Βουλή οργισμένο τον υπουργό Δικαιοσύνης να παρουσιάζει τις νομοθετικές του προτάσεις για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. «Μέχρι τώρα οι νόμοι απέβλεπαν στην προστασία των εγκληματιών» είπε. Το δικό του σχέδιο νόμου «αποβλέπει στην προστασία των θυμάτων» πρόσθεσε. Πώς θα προστατεύσει τα θύματα; Τι εννοεί; Με την αυστηροποίηση των ποινών; Τον άνευ ετέρου εγκλεισμό στις φυλακές; Μήπως, πρόθυμος δέκτης του νομιζόμενου θυμού της κοινωνίας, απομακρύνεται επικίνδυνα από τις αρχές του Κράτους Δικαίου; Πιστεύαμε ότι οι τιμωρίες που επιβάλλονται από την οργανωμένη κοινωνία έχουν άλλες αναφορές.
Στην Ελλάδα κυκλοφορεί ο μύθος της ατιμωρησίας. Οι αριθμοί διαψεύδουν αυτόν τον μύθο. Ανά 100.000 κατοίκους ο αριθμός των κρατουμένων στις φυλακές μας είναι ανώτερος και σε μερικές περιπτώσεις πολύ ανώτερος από πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ μεταξύ των 48 κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης ο αριθμός των κρατουμένων στις φυλακές εκινείτο κοντά στον μέσο όρο, που είναι 104 κρατούμενοι ανά 100.000 κατοίκους, στην Ελλάδα είναι 106/100.000, στη Γαλλία 107, στην Ιταλία πολύ λιγότεροι, 90, στη Γερμανία 67, στην Ολλανδία 59. Στην Τουρκία 365. Σε ποιους θέλουμε να μοιάσουμε;
Ακούσαμε πάλι, «θα πατάξουμε το έγκλημα. Μηδενική ανοχή στην εγκληματικότητα». Πώς θα γίνει αυτό; Αυστηροποιώντας τις ποινές, γεμίζοντας τις φυλακές; Είναι κοινός τόπος πια ότι η αυστηροποίηση των ποινών, η επιμήκυνση του χρόνου φυλάκισης δεν μειώνουν την εγκληματικότητα, δεν προστατεύουν τα θύματα. Κάνουν δυσκολότερη τη διαχείριση των φυλακών και μειώνουν τις όποιες πιθανότητες σωφρονισμού. Αυτά τα έμαθε η οικουμένη, εμείς πάλι πίσω. Το σω
Η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει τις επιδόσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης στην 146η θέση παγκοσμίως. Οι Βρυξέλλες αμφισβητούν τις επιδόσεις της Ελλάδας στο Κράτος Δικαίου. Το 70% των πολιτών μας απαντά ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση και τα κέντρα ισχύος. Στην Ε.Ε. το 36% των πολιτών εκτιμά ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι κακή έως πολύ κακή
φρονιστικό μας σύστημα δεν μπορεί να είναι μόνο απειλή και το κράτος μόνο τιμωρός.
Στο Κράτος Δικαίου η καταστολή πρέπει να υπάρχει μόνο όσο είναι απαραίτητη. Θα φωτίσει αυτή τη θέση το παράδειγμα του σωφρονιστικού καταστήματος ανηλίκων που λειτουργεί στην Αγγλία. Σε αυτό οι ανήλικοι κρατούμενοι είναι ελεύθεροι να κυκλοφορούν, να εργάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Οφείλουν όμως το βράδυ να επιστρέφουν στο σωφρονιστικό κατάστημα. Έχουν δικό τους κλειδί. Ρωτήθηκε ο υπεύθυνος, πόσοι δεν επιστρέφουν; Η απόλυτα ψύχραιμη απάντηση ήταν «περίπου το 25%». Στην παρατήρηση «είναι πολλοί οι απείθαρχοι. Τι κάνετε;» η απάντηση είναι: «Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι από αυτή την εξέλιξη, διότι το 75% που επιστρέφει και τηρεί τους κανόνες έχει πολλές πιθανότητες επιστροφής στην κοινωνία». Άλλος κόσμος, βέβαια, άλλη αντίληψη σωφρονισμού. Εμείς θα είχαμε καταργήσει τις άδειες σε φυλακισμένους επειδή δεν επιστρέφει ένας πολύ μικρός αριθμός αδειούχων, αν δεν ήταν Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο καθηγητής ΕΚΠΑ Ιωάννης Γιαννίδης σε άρθρο του (Η Καθημερινή, 9/12/2023) συγκρίνει τις πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες με την προϋπάρχουσα νομοθεσία. «Με όλα της τα ελαττώματα, η νομοθεσία του 2019 ήταν (σχεδόν) ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η προτεινόμενη είναι ελληνική νομοθεσία, αποδεικνύουσα πρωτίστως ότι η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες που δεν ανήκουν στην Ευρώπη». Τη νομοθεσία αυτή (του 2019) σκοτεινιάζουν, το υπαινίσσεται άλλωστε και ο αρθρογράφος, ο τρόπος με τον οποίο ψηφίστηκε, με την παράταση του βίου της υπό διάλυση Βουλής κατά μια εβδομάδα, και η μετατροπή ορισμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα, ώστε με την παραγραφή τους να αθωωθούν αστέρες του Ποινικού Δικαίου. Ήταν απεχθής περίπτωση χρησιμοποίησης της νομοθετικής εξουσίας για την εξυπηρέτηση συμφερόντων αντίθετων προς εκείνα της κοινωνίας, που την κατέστησαν δυνατή. Το κλίμα που επικρατούσε τότε, συναλλαγής και μειωμένου σεβασμού στη νομιμότητα. Είναι κρίμα, διότι κατά τα άλλα η νομοθεσία εκείνη ακολουθούσε σε πολλά την εξέλιξη της κοινωνίας και μεταξύ άλλων θετικών ρυθμίσεων επέβαλε τη μετατροπή ορισμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα.
Προτείνονται με το σχέδιο νόμου και νέες μέθοδοι για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των νέων. Πράγματι, η εικόνα είναι ότι η νέα γενιά γίνεται βίαιη. Ποιος όμως πιστεύει πραγματικά ότι θα αντιμετωπιστεί αυτή η βία με την αυστηροποίηση των ποινών; Οι ποινές, και ιδίως οι αυστηρές, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την αυθεντία της οικογένειας και του σχολείου που κατέρρευσε και την παρατηρούμενη αποστασιοποίηση των καθηγητών/δασκάλων από τους μαθητές τους.
Μια παραπομπή στον Σεφέρη σε ένα κείμενο για τον Ποινικό Κώδικα θα ξαφνιάσει. Η γραφή του όμως είναι τόσο κοντά με το θέμα μας: «Όταν στο δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα και αυτή του έθεσε το αίνιγμα, η απόκρισή του ήταν ‘‘Ο άνθρωπος’’. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα».
Εχουν περάσει περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της Σχολής Δικαστών. Επομένως, το σύνολο, ή σχεδόν, των δικαστών πρώτου και δεύτερου βαθμού πρέπει να είναι απόφοιτοι της Σχολής. Η γενική διαπίστωση όμως είναι ότι δεν βαδίζουμε προς το καλύτερο. Τι και τις πταίει;
Εχει γίνει κάποια έρευνα για τις αιτίες ή για όλα φταίει το κράτος, που δεν αλλάζει τους δικαστικούς χάρτες και δεν βελτιώνει τις υποδομές; Αυτά πρέπει να γίνουν. Δεν φταίνε όμως οι ίδιοι οι δικαστές σε τίποτα; Πού είναι οι μελέτες για νέους κώδικες ή η κριτική των κυβερνητικών πρωτοβουλιών; Πού είναι ο ζωντανός οργανισμός που δρα και αντιδρά; Πού είναι η αμφισβήτηση της ρουτίνας, των διαδικασιών που πελαγώνουν δικαστές, δικηγόρους και διαδίκους;
Στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης είναι αναρτημένη η επιγραφή «Εδώ μέσα μπαίνεις όχι για να λατρέψεις την επιστήμη, αλλά για να την αμφισβητήσεις». Αν αυτό θεωρείται αιρετικό, ας είναι οδηγός της Σχολής η συγκλονιστική φράση με την οποία ξεκινάει η «Ελληνική Νομαρχία» (1806): «Στοχάσου και αρκεί». Το τι είναι δίκαιο, ηθικό, σωστό ή κοινωνικά αποδεκτό μεταβάλλεται διαρκώς. Οι ιδέες και οι τοποθετήσεις της κοινωνίας επίσης. Το δύσκολο καθήκον των δικαστών είναι να είναι ενήμεροι αυτών των αλλαγών και σε αυτά η Σχολή έπρεπε να είναι ο κύριος αρωγός. Οι σχολές αυτές όμως εστιάζουν όχι στη συσσώρευση νομικών, αλλά στην κριτική σκέψη και στη συνδυαστική λειτουργία διαφορετικών πεδίων γνώσεων. Κατανόησαν την αλήθεια, ότι «η ύλη της νομικής επιστήμης είναι ο κανόνας δικαίου και η κοινωνική πραγματικότητα» (Κουμάντος). Και κάτι άλλο. Προς το παρόν είναι μόνο ψίθυροι: Στατιστικές επιτυχόντων στη Σχολή δείχνουν υπερβολικό αριθμό τέκνων δικαστών. Οι διαφορές σε βαθμολογίες γραπτών και προφορικών εξετάσεων αφήνουν ερωτήματα.
Ο,τι δεν πραγματώθηκε στη Σχολή και αφήνεται μόνο στους ώμους των αποφοίτων είναι βάρος που εξηγεί πολλά. Οι αγώνες για την πρόοδο και τη δικαιοσύνη είναι μοίρα όλων των γενεών. Και αυτές θα δώσουν ενδεχομένως νέο περιεχόμενο σε αυτό που στην αρχή θεωρήθηκε ότι κάλυπτε ένα κενό. Ίσως θα έπρεπε να μετριάσω κάπως την κριτική μου, διότι ακόμη και αν είχαμε την τέλεια Σχολή, τους καλύτερους υποψήφιους δικαστές, «εάν η κοινωνία είναι εξουθενωμένη, ηθικά και πνευματικά, εάν βρίσκεται σε γενικευμένη απάθεια και ενεργεί με αμβλυμένα κριτήρια, ποια κολυμπήθρα Σιλωάμ μπορεί να αναδείξει δικαστές που σηκώνουν στους ώμους τους το βάρος των ηθικών επιλογών;» (Ρόναλντ Ντουόρκιν).
Οι δικαστικές δυσλειτουργίες πηγαίνουν βαθιά διότι οι πολίτες δεν χάνουν μόνο την εμπιστοσύνη τους στο δικαστικό σύστημα, αλλά σταδιακά γενικότερα στους δημοκρατικούςαντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Και πρόβλημα Δημοκρατίας λοιπόν
Η πλήρης μορφή του άρθρου στο constitutionalism .gr, Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης