Ο παράδεισος που έγινε κόλαση
Η Αϊτή έχει περιπέσει στο απόλυτο χάος, με την κυβέρνηση να αδυνατεί να ελέγξει την κατάσταση, τις συμμορίες να τρομοκρατούν και να δολοφονούν και τη διεθνή κοινότητα να αδυνατεί έως τώρα να προσφέρει χρήσιμη βοήθεια
ΗΑϊτή είναι ένας τροπικός παράδεισος στην Καραϊβική. Θα μπορούσε να είναι μια χώρα που θα βλέπαμε σε φωτογραφίες και θα θέλαμε να βγάλουμε αμέσως εισιτήριο. Αντ’ αυτού, αυτό που βλέπουμε στις φωτογραφίες από την Αϊτή είναι ανθρώπους να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον στη μέση του δρόμου και άλλους ανθρώπους, με βλέμμα απόγνωσης, να πεθαίνουν είτε από την πείνα είτε από κάθε μορφής βία. Τι πήγε τόσο στραβά στον παράδεισο;
Υπάρχουν πολλά σημεία στα οποία μπορεί κανείς να εντοπίσει την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για την Αϊτή. Ένα από αυτά είναι η δολοφονία τού τότε Προέδρου της χώρας, Ζοβανέλ Μοΐζ, στις 7 Ιουλίου 2021. Ο Μοΐζ είχε κερδίσει τις εκλογές του 2016, τις τελευταίες που έγιναν ποτέ στην Αϊτή. Στις εκλογές εκείνες η συμμετοχή δεν είχε ξεπεράσει το 21%. Η δημοκρατία ήταν ήδη ένα μακρινό όνειρο για τη χώρα, αλλά συνέχιζε να υπάρχει έστω και κατ’ επίφαση.
Σήμερα, δεν υπάρχει καν αυτή η επίφαση, καθώς η χώρα έχει περιέλθει σε πλήρη ανομία. Την Κυριακή 3 Μαρτίου, ένοπλες συμμορίες εισέβαλαν στις δύο μεγαλύτερες φυλακές της χώρας και απελευθέρωσαν περισσότερους από 3.800 κρατούμενους. Η κυβέρνη
ση κήρυξε 72ωρη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας. Αλλά με τις συμμορίες να ασκούν τώρα de facto εξουσία στο 80% του Πορτ- Ο-Πρενς και τα ανώτερα κυβερνητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένου του αναπληρωτή Προέδρου
Αριέλ Ανρί, εκτός χώρας, η λέξη «κυβέρνηση» μοιάζει περισσότερο με αστείο. Λίγες μέρες μετά την επιδρομή στις φυλακές, ένοπλοι έκαναν μια δεύτερη προσπάθεια να καταλάβουν το διεθνές αεροδρόμιο του Πορτ-Ο-Πρενς.
Το δεύτερο -προς τα πίσω- ση
μείο καμπής για την Αϊτή ήταν ο καταστροφικός σεισμός του 2010, από τον οποίον η χώρα δεν ανέκαμψε ποτέ. Είχαν προηγηθεί κι άλλες καταστροφές, όχι φυσικές: Η 29χρονη διακυβέρνηση των «Πάπα Ντοκ» και «Μπέιμπι Ντοκ» Ντιβαλιέ, των διαβόητων δικτατόρων, αλλά και ο αντίκτυπος των τεράστιων «αποζημιώσεων» που η Αϊτή αναγκάστηκε να πληρώνει στη Γαλλία για γενιές μετά την ανεξαρτησία της, το 1804. Με λίγα λόγια, ή καλύτερα με μια λέξη, το πρόβλημα της Αϊτής είναι η αποικιοκρατία.
Από κανονική αποικία σε αποικία χρέους
Η Αϊτή κήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία το 1804, μετά από εξέγερση των σκλάβων που άντλησε την έμπνευσή της από την Αμερικανική Επανάσταση. Ωστόσο, οι Γάλλοι δεν συμβιβάστκαν ποτέ με την ιδέα ότι θα έχαναν την πρώην αποικία τους.
Μεταξύ 1814 και 1825, η Γαλλία έστειλε επανειλημμένως αντιπροσωπείες στην Αϊτή για να διαπραγματευτεί με τους νέους ηγέτες της για την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ τους. Οι Αϊτινοί δεν ήθελαν ούτε να βλέπουν τους Γάλλους και οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν. Τότε, ο βασιλιάς Κάρολος Ι΄ το 1825 αποφάσισε ότι η Γαλλία θα αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Αϊτής, αλλά μόνο εάν η χώρα πλήρωνε στη Γαλλία το διαστημικό ποσό των 150 εκατομμυρίων φράγκων. Το ποσό προοριζόταν «να αποζημιώσει τους Γάλλους αποίκους για τα χαμένα έσοδά τους από τη δουλεία». Η απόρριψη του αιτήματος θα σήμαινε πόλεμο.
Η Αϊτή δεν θα μπορούσε να πάει σε πόλεμο με τη Γαλλία κι έτσι ο ηγέτης της, Ζαν-Πιέρ Μπουαγιέ, υπέγραψε ένα έγγραφο συμφωνώντας να πληρώσει στη Γαλλία «σε πέντε ίσες δόσεις».
Η συμφωνία ανάγκασε την Αϊτή να πάρει τεράστια δάνεια. Το νεαρό έθνος γονάτισε και δεν μπορούσε να είναι συνεπές στους δανειστές, παρά το γεγονός ότι ο Μπουαγιέ επέβαλε αδιανόητους φόρους στον λαό της Αϊτής στην αποτυχημένη προσπάθειά του να τα εξοφλήσει. Το χρέος της Αϊτής προς τη Γαλλία χρειάστηκε 122 χρόνια για να εξοφληθεί. Η Αϊτή είχε μετατραπεί από πραγματική αποικία σε αποικία χρέους.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, μπαίνουν στη σκηνή οι Αμερικανοί. Ο αμερικανικός στρατός καταλαμβάνει την Αϊτή από το 1915 έως το 1934 και ελέγχει την κυβέρνησή της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ΗΠΑ σχεδίασαν το οικονομικό μοντέλο της Αϊτής με μοναδικό στόχο να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις. Κάνουν κάτι πολύ γνώριμο, κρατάνε πολύ χαμηλά τους μισθούς και τους εταιρικούς φορους, ώστε να δημιουργήσουν «ανάπτυξη». Σε αντάλλαγμα, οι ξένες επενδύσεις θα έφερναν, θεωρητικά, βελτίωση των υποδομών και θέσεις εργασίας. Για πολλούς από τους κατοίκους της οι υποσχέσεις των Αμερικανών ήταν ένα φως στο τούνελ της απόλυτης φτώχειας. Μέρος του σχεδίου των Αμερικανών πέ
τυχε: οι αμερικανικές γεωργικές επιχειρήσεις επιδόθηκαν με τεράστια κέρδη στην καλλιέργεια καφέ, μπανάνας και ζάχαρης τις δεκαετίες του 1910 και του 1920. Αργότερα, επεκτάθηκαν, με τη δημιουργία φυτειών καουτσούκ και κλωστοϋφαντουργείων.
Το οικονομικό μοντέλο της Αϊτής, με επίκεντρο τις εξαγωγές, αποδείχθηκε πράγματι μια πολύ καλή ιδέα. Για όλους εκτός από τον λαό της χώρας. Μετά από δεκαετίες εξαιρετικά φιλικών προς τις επιχειρήσεις πολιτικών, τα τρία τέταρτα των Αϊτινών εξακολουθούν να ζουν με λιγότερα από 2,40 δολάρια ΗΠΑ την ημέρα.
Δύο αιμοσταγείς δικτάτορες
Το 1957, εμφανίζεται ένας γιατρός, με σπουδές στο Μίσιγκαν, ο Φρανσουά «Πάπα Ντοκ» Ντιβαλιέ, ο οποίος παίρνει την εξουσία με πραξικόπημα και υπόσχεται ότι θα διώξει τους ξένους και θα κάνει «αναδιανομή του πλούτου». Η δικτατορία του είναι μια από τις στυγνότερες και πιο παρανοϊκές που έχει δει ο πλανήτης. Ο Ντιβαλιέ κατήργησε όλα τα κόμματα, έκλεισε τη στρατιωτική ακαδημία και ίδρυσε την παραστρατιωτική ομάδα Tonton Macoutes, στα πρότυπα των SS. Οι Tonton εκπαιδεύονταν από Αμερικανούς αξιωματικούς και αποστολή τους ήταν απλώς να σκοτώνουν όποιον έκριναν ότι δεν εξυπηρετούσε το καθεστώς.
Ο Ντιβαλιέ γέμισε τη χώρα με φυλακές, στις οποίες πήγαινε συχνά για να επιβλέπει αυτοπροσώπως βασανιστήρια και εκτελέσεις. Έκανε συλλογή από κεφάλια, καρδιές και πνεύμονες των εκτελεσμένων εχθρών του και διέταξε να γίνει το βουντού επίσημη θρησκεία της χώρας. Στις εκλογές του 1961, ο Ντιβαλιέ έλαβε 1.320.748 ψήφους, το 100% των εγγεγραμμένων.
Ακόμη και οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να κάνουν πλέον τα στραβά μάτια, όχι επειδή ο Ντιβαλιέ σκότωνε, ελάχιστα τις απασχολούσε αυτό, αλλά επειδή όλη η οικονομική βοήθεια που έστελναν στην Αϊτή κατέληγε στις τσέπες του. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του, ο «Πάπα Ντοκ» έκλεψε πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Υπάρχει διχογνωμία για το αν ο Ντιβαλιέ ήταν όντως παρανοϊκός ή αν χρησομοποιούσε τις μεθόδους αυτές για να τρομοκρατεί τον λαό του. Δεν έχει και σημασία. Κατά τη διακυβέρνησή του, 300 χιλιάδες Αϊτινοί διέφυγαν στις ΗΠΑ. Η Αϊτή ήταν σε ένα μόνιμο χάος. Ο αναλφαβητισμός έφτασε στο 90% των κατοίκων.
Ο Ντιβαλιέ πέθανε το 1971, αφού πρώτα κατοχύρωσε συνταγματικά τη διαδοχή του από τον γιο του, Ζαν Κλοντ -«Μπέιμπι Ντοκ»- Ντιβαλιέ, που αποδείχθηκε ακόμη χειρότερος. Σκότωνε αδιακρίτως και πουλούσε το αίμα των κατοίκων της Αϊτής σε αμερικανικές εταιρείες, μέχρι να τον διώξουν από τη χώρα, το 1985. Επέστρεψε το 2011, αντιμετώπισε κατηγορίες για διαφθορά και καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το 2013 αθωώθηκε και ένα χρόνο αργότερα πέθανε. Μπαμπάς και γιος είχαν καταφέρει να αφήσουν την Αϊτή σε ερείπια.