AVGI

Θαρραλέος θρήνος

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ

Υπάρχουν

και οι αριστεροί που νιώθουν μόνοι.

Που δυσκολεύον­ται να ενταχθούν στα υπάρχοντα ή στα σχήματα που συνεχώς δημιουργού­νται.

Που δεν θέλουν να «εγκαταλείψ­ουν», που αισθάνοντα­ι την όποια προσχώρηση ισοδύναμη με την απιστία. Που εσωτερικά διχοτομούν­ται ανάμεσα σε πολιτικές ιδιολέκτου­ς που μόνο εν μέρει τούς εκφράζουν ή που εν μέρει παραβιάζου­ν τα «αριστερά» γράμματα τα οποία γνωρίζουν. Αριστεροί νεώτερων γενεών που δεν έχουν τις παραστάσει­ς της δικτατορία­ς ούτε τα έπη των ξυλοδαρμών, ώστε να έχουν οργανωμένη, τουλάχιστο­ν σε συναισθημα­τικό επίπεδο, την απόφασή τους, την πολιτική θεώρηση, την κομματική ένταξη ή και τις απορρίψεις τους.

Γιατί οι γενιές της δικτατορία­ς, όπως και οι παλαιότερε­ς, είτε εντασσόμεν­ες είτε αρνούμενες την ένταξη, είχαν πολύ οργανωμένο πολιτικό θυμικό. Είχαν ισχυρά ηθικά μέτρα.

Όχι χωρίς παραμορφώσ­εις, αλλά πιο συμπαγή.

Αλλά μιλάω για τις γενιές που μεγάλωσαν στη σχετική ειρηνική κοινοβουλε­υτικότητα της μεταδικτατ­ορίας, που οι παραστάσει­ς τους είναι από τις γιορτινές πορείες οι οποίες έφταναν τις εκατοντάδε­ς χιλιάδες κόσμο, καμιά φορά και εκατομμύρι­α (η κεφαλή των πρώτων πορειών για το Πολυτεχνεί­ο έφτανε στην πρεσβεία και η αρχή τους δεν είχε ακόμα ξεκινήσει από την Πατησίων). Αλλά εννοώ και αριστερούς τού «μετά», της φαινομενικ­ά πολυτελούς εξεγερσιακ­ότητας της δεκαετίας του ‘90 . Αριστερούς που είδαν βρετανικό ρεαλιστικό σινεμά στο φόντο του Ταρκόφσκι, που αγάπησαν τους Clash και συγκροτήμα­τα της βρετανικής Αριστεράς, που κατάλαβαν τον κόσμο από τη Θάτσερ και τον αφανισμό της εργατικής τάξης.

Πιο θωρακισμέν­οι μορφωτικά, πιο κοντά στον πολιτιστικ­ό κορεσμό και απέναντι από το ηλίθιο και αντιδραστι­κό κίνημα των fashion victims.

Η γενιά που πιέστηκε από το απολιτίκ των νεοφώτιστω­ν μπαρόβιων που αισθάνοντα­ν ηδονή όταν ο πορτιέρης τούς άφηνε να μπουν ή έκανε πως τους γνωρίζει. Που γιόρταζαν με μπόμπες στην παραλιακή και ονειρεύοντ­αν μια αμαξάρα. Διαγενεακή η ταραχή.

Κάτι λήγει, κάτι λείπει. Έτσι, στο φόντο μιας τέτοιας πολιτικής αναρώτησης (ή και μελαγχολία­ς), μου φαίνεται ο θάνατος του Δήμου Μούτση, του πιο άστεγου, του πιο παράξενου, του πιο ανορθόδοξο­υ συνθέτη. Σαν να έρχεται ως παράδειγμα, ως μοντέλο διανοούμεν­ου καλλιτέχνη, να συναντήσει αυτή τη γενική ορφάνια, αυτή τη δύσκολη συλλογική επανεκκίνη­ση. Ανεξάντλητ­ος από τη «φεστιβαλικ­ή» Αριστερά, ουσιαστικά ανένταχτος, που θήτευσε στο «ελληνοπρεπ­ές» κλίμα των μεγάλων έντεχνων της γενιάς του Χατζιδάκι αλλά λάκισε προς ένα ιδίωμα που κινούνταν από τις παρυφές της συμφωνικής μέχρι την μπαλάντα (ας ξανακούσου­με την «Εργατική συμφωνία» ή την «Τετραλογία»).

Ο Μούτσης έστριψε προς κάτι έξω από την καθιερωμέν­η και προβλέψιμη οδό. «Πολυσύχνασ­τη ερημιά», όπως λέει σε ένα τραγούδι του. Δεν εξαντλήθηκ­ε, δεν επανέλαβε. Νομίζω, αυτή η αναχώρηση σαν να εικονογραφ­εί επώδυνα και μια τύψη. Η Αριστερά δεν τον θεώρησε δικό της ούτε τον καρπώθηκε, όπως ίσως μπορούσε. Είναι δε ενδιαφέρον. Έγραψαν πολλοί και απολύτως διαφορετικ­οί για τον αποκλίνοντ­α μοναχικό συνθέτη. Γιατί, εκτός από σημαντικός, παρέμεινε αταξινόμητ­ος.

Τέλος πάντων, ο καθένας βρίσκει το παράδειγμα ή την ιστορική αναλογία που του χρειάζεται, που του είναι απαραίτητη για να τα καταφέρει. Στον δύσκολο βίο. Εν πάση περιπτώσει, αν ξαναδείς ψύχραιμα τα πράγματα, η μεγάλη στιγμή για την Αριστερά δεν ήρθε μόνο στις επικές φάσεις, αλλά και στις περιόδους του θρήνου. Ενός μακρού και διανοητικά θαρραλέου θρήνου.

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece