12 Οκτωβρίου 1944, η Απελευθέρωση
Οικογενειακή φωτογραφία στον Άγιο Παντελεήμονα,
Θεσσαλονίκη, 1938, οικογένεια Κοέν. Η Μαίντη στο κέντρο
«Είχαμε περάσει σχεδόν δύο χρόνια κλεισμένοι σε κείνη την τρύπα, στον παράδρομο της Αρτάκη, από τη μέρα που φτάσαμε κρυφά στη Νέα Σμύρνη από τη Θεσσαλονίκη, όταν κυκλοφόρησε η φήμη πως πάει, φεύγανε, στα τσακίδια!»
«Από το πρωί εκείνης της μέρας -ήταν 12 Οκτώβρη του 1944- από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη πως πάει, τέλειωσε, αυτοί φεύγανε, στα τσακίδια! Είχαμε περάσει σχεδόν δύο χρόνια κλεισμένοι σε κείνη την τρύπα, στον παράδρομο της Αρτάκη, από τη μέρα που φτάσαμε κρυφά στη Νέα Σμύρνη από τη Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια των ανταρτών που ήξεραν πολύ καλά τα βουνίσια περάσματα. Και βέβαια με μπόλικη τύχη. Ακόμα κι οι τοίχοι είχαν αυτιά. Ένα πρωί ο πατέρας μου είπε να πάει μια βόλτα στην πλατεία. Τον βλέπει ένας άγνωστος, χωροφύλακας από τη Θεσσαλονίκη, και του βάζει τις φωνές: “Τι κάνετε έξω, κ. Κοέν; Γρήγορα μέσα! Θα σας πιάσουν!”. Τον αναγνώρισε, κι ας ήταν τόσο μακριά από την πόλη μας…
Κοριτσάκι ήμουνα, η μόνη που τολμούσε να βγει, αραιά και πού, για ελάχιστες προμήθειες. Όσο άντεχε το μικρό μας κομπόδεμα, που κάθε φορά στράγγιζε απελπιστικά, και όσο ο Σαλονικιός κύριος Σκαζίκης μας έδινε, με κίνδυνο της ζωής του, λίγα τρόφιμα και κάποια κουπόνια του Ερυθρού Σταυρού - να ’ναι καλά όπου και να βρίσκεται τώρα. Η πρώτη πλαστή ταυτότητα που μου είχε δώσει η αστυνομία της Νέας Σμύρνης έγραφε: Μαρία Κατσουλίδου του Γεωργίου και της Ελένης, γεννηθείσα εν Διδυμοτείχω το 1929».
Στα ριζά του πεύκου. Μαύρο Λιθάρι Αναβύσσου
«Στον διάολο να πάνε!»
«Τα τεθωρακισμένα έφευγαν ρίχνοντας ριπές στα παράθυρα των σπιτιών. Τα καθίκια ακόμα και την τελευταία στιγμή σκότωναν αδιάκριτα - στον διάολο να πάνε οι Γερμαναράδες! Μια σφαίρα πέρασε από τα ερμητικά κλειστά παντζούρια μας, έξυσε το κεφάλι της μάνας μου της Λουίζας και καρφώθηκε στον τοίχο δίπλα της. Θα έχανε τη ζωή της την τελευταία ώρα του πολέμου. Είχε δώδεκα αδέλφια. Ζήσανε τα τέσσερα. Τα υπόλοιπα γίνανε σαπούνια, καπνός στα κρεματόρια του Άουσβιτς και του Νταχάου.
Λίγη ώρα μετά, ούτε που θυμάμαι πώς έγινε αυτό, γινόταν ένας χαμός στους δρόμους της Αθήνας κι εγώ βρισκόμουν σαν τρελή πάνω στο καπό ενός φορτηγού γκαζοζέν εκεί, στην αρχή της λεωφόρου
Συγγρού, στην πύλη του Α+δριανού, με μια σημαία στο χέρι, πανηγυρίζοντας και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Είχαμε σωθεί. Μαζί μου ήταν η φίλη Τιτίτσα - Δέσποινα Λάππα είναι το όνομά της. Τα λέγαμε συχνά. Ο αδελφός της, ο Αλέκος, ήταν αντάρτης με το ΕΑΜ. Λίγα βράδια πριν είχαμε κι εμείς φτιάξει τη δική μας “βόμβα” από προσανάματα και μπαρούτι από σπίρτα» θυμάται στα 90 της χρόνια η γιαγιά Μαίντη και κλείνει τα μάτια...
Ερείπια μιας ζωής
«Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, για να δει μπας και είχε μείνει κάτι όρθιο εκεί. Δεν βρήκε τίποτα. Το μαγαζί ήταν λεηλατημένο, με το βιεννέζικο παρκέ ανασκαμμένο. Τα είχαν πάρει όλα, δέρματα, χρήματα, χρυσές λίρες. Πέθανε λίγα χρόνια μετά χτυπημένος από βαριά κατάθλιψη για όσους και για όσα χάθηκαν. Πόσα χρόνια είπες πως πέρασαν;» ήταν τα τελευταία λόγια της Μαίντης, που έφυγε στα 96 της χρόνια, γεμάτη μνήμες. Καλό σου ταξίδι, μάνα. Τίμησες τη ζωή όπως την έζησες.