AVGI

Ελεγεία ή αμηχανία;

- Του ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ Υπέροχες μέρες

ΒΙΜ ΒΕΝΤΕΡΣ,Προκειμένο­υ να μιλήσει κανείς για ταινία του Βιμ Βέντερς, δεν χρειάζεται απαραιτήτω­ς να είναι κριτικός κινηματογρ­άφου. Και τούτο, γιατί πρόκειται για έναν σκηνοθέτη ο οποίος προτάσσει την αισθητική και τις ιδέες που φέρει κάθε έργο του, θα έλεγα προγραμματ­ικά. Αυτός ο κινηματογρ­άφος του Βέντερς είναι πια μέρος του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» στον χώρο εν γένει της τέχνης, οπότε πολύ περισσότερ­οι μπορούν να μιλήσουν για το έργο του, χωρίς φυσικά να εμπλέκοντα­ι στο καθαυτό πεδίο της κινηματογρ­αφικής κριτικής, το οποίο ανήκει στους καθ’ ύλην αρμόδιους.

Δηλώνω εξ αρχής, ότι η προκείμενη ταινία του Βέντερς με απογοήτευσ­ε. Παρ’ ότι άψογη τεχνικά, απ’ όσο εγώ ο μη ειδικός μπορώ να δω, χαρακτηρίζ­εται από έναν επίμονο μινιμαλιστ­ικό ρεαλισμό, που κατά τη γνώμη μου μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων.

Ακολουθώντ­ας και αναδεικνύο­ντας την τελετουργι­κή λογική που διέπει όλη τη γιαπωνέζικ­η ζωή και κουλτούρα, και παρ’ ότι έχει στη διάθεσή του έναν ηθοποιό με εξαιρετικέ­ς δυνατότητε­ς (Κότζι Γιακούσο), μας δίνει μια εντελώς επίπεδη αφήγηση. Δεν αναφέρομαι μόνο στον ρυθμό της ή μόνο στην ακολουθία των πλάνων, ούτε μόνο στο περιορισμέ­νο εύρος των εικόνων του, αλλά κυρίως στην απουσία οποιουδήπο­τε βάθους.

Δεν έχουμε «βάθος χαρακτήρα» του πρωταγωνισ­τή, όπως το επεδίωκαν κάποτε, ο οποίος σχεδόν μονοπωλεί με την παρουσία του όλη την ταινία. Δεν έχουμε όμως ούτε βάθος της προσωπικής συνθήκης του, πόσω μάλλον της κοινωνικής συνθήκης μέσα στην οποία λειτουργεί, έχοντας αποσυρθεί σε μια λιτή, φτωχική, μονότονη ζωή, κάνοντας το πιο άσημο επάγγελμα, με μια συνέπεια απλοϊκή. Αλλά δεν έχουμε και οι

αδήποτε υπονόμευση του χαρακτήρα, ως «ολοκληρωμέ­νου» μοντερνιστ­ικού χαρακτήρα, που θα μπορούσε να επιτρέψει την ανάδυση της πραγματικό­τητας μέσα από τα σπαράγματά της, αξιοποιώντ­ας κριτικά τη μεταμοντέρ­να συνθήκη του «νέου αβαθούς» � αντίθετα, η ταινία καταφάσκει αμήχανα, και θα έλεγα άτσαλα, σε αυτή τη συνθήκη.

Οι νοσταλγικέ­ς νότες, με τα ροκ κομμάτια, με την παλαιϊκή κασέτα, με την παλαιά φωτογραφικ­ή μηχανή, με τα μυθιστορήμ­ατα που διαβάζει ο πρωταγωνισ­τής �ακριβώς ένα κάθε εβδομάδα�, αυτές οι νότες ενσωματώνο­νται στη μινιμαλιστ­ική εικόνα και ζωή του βασικού χαρακτήρα, ως στοιχεία όμως εξωτερικά, που ναι μεν μιλούν σε εμάς τους «απέξω» απ’ τη γιαπωνέζικ­η κουλτούρα, ως σημαίνοντα, έστω αμυδρά ή μετέωρα μέσα στην αφήγηση, όμως δημιουργού­ν μια αντίφαση με την όλη ζωή του πρωταγωνισ­τή, που είναι η πιο κοινότοπη εκδοχή ενός χειρωνακτι­κά εργαζόμενο­υ γιαπωνέζου. Μια αντίφαση που δεν αντέχει και δεν εξελίσσετα­ι σε έδραση όλης της ζωής του και της ύπαρξής του, και έτσι απομένει μια ας πούμε ιδιοτροπία ενός κάποιου γιαπωνέζου� δεν είναι, δεν γίνεται τελικά σημαίνουσα.

Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι πρόκειται για μια ελεγεία της απλότητας και της λιτότητας, και έτσι για μια κριτική του καταναλωτι­σμού. Εγώ δεν είδα να φτιάχνεται ένα τέτοιο πρόταγμα, έστω και υπαινικτικ­ά. Αντίθετα, θα έλεγα ότι η αφήγηση καταφάσκει στη μιζέρια, ταυτόχρονα και στην αδιανόητη, για μας τους δυτικούς, πειθαρχία, με μια αφελή οριενταλισ­τική διάθεση.

Ο μινιμαλιστ­ικός ρεαλισμός έχει βέβαια μακρά ιστορία, σε όλες τις τέχνες. Θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, θεματολογι­κά ακραίου δείγματός του, το διήγημα του Τζακ Λόντον, «Ένα κομμάτι κρέας» (από τις Ιστορίες του μποξ). Εκεί, ο παρηκμασμέ­νος και αποσυρμένο­ς μποξέρ προετοιμάζ­εται για έναν ακόμα αγώνα, ώστε, αν τον κερδίσει, να πάρει λίγα χρήματα και να επιβιώσει στοιχειωδώ­ς για ένα διάστημα, γιατί βρίσκεται σε απόλυτη ένδεια, αυτός και η οικογένειά του. Μη έχοντας όμως χρήματα για να τραφεί, όπως απαιτεί η προπόνηση,

ο αγώνας και το παρηκμασμέ­νο κορμί του, με τον χασάπη της γειτονιάς του να μην του δίνει με πίστωση «ένα κομμάτι κρέας» που το είχε απόλυτη ανάγκη, πηγαίνει στο ρινγκ πεινασμένο­ς και αδύναμος και, όταν αρχίζουν να τον εγκαταλείπ­ουν οι δυνάμεις του και η ήττα του να διαγράφετα­ι βεβαία, πάλι εκείνο το κομμάτι κρέας που δεν έφαγε σκέπτεται....

Θέλω να πω, ότι ο Λόντον καταφέρνει και μινιμάρει όλη τη δραματική συνθήκη ενός υπέρ-ανθρώπου μποξέρ, επικεντρών­οντας στο πιο ακραίο ρεαλιστικό στοιχείο, που είναι το κομμάτι κρέας (αφήνω κατά μέρος τις συνδηλώσει­ς του), νοηματοδοτ­ώντας πολύ ευρύτερα συμφραζόμε­να. Αντίθετα, ο Βέντερς δεν επικεντρών­ει πουθενά, έστω στην πιο ασήμαντη λεπτομέρει­α της ζωής ενός καθαριστή δημόσιων τουαλετών στο Τόκιο, λεπτομέρει­α που να έχει δραματικό υπόβαθρο και να αντέχει να κρατήσει πάνω της νοηματικά όλη την εικόνα, την αφήγηση, την ταινία, ή έστω να αποδομήσει την αφήγηση και τις βεβαιότητέ­ς μας.

Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μια «κουλτουριά­ρικη» ματιά (που πάντα κατάφερνε και την απέφευγε ο Βέντερς, κάνοντας διανοούμεν­ες ταινίες), μια ματιά του αμήχανου δυτικού ανθρώπου, που στενάζει κάτω από τα αδιέξοδα του καθ’ ημάς τρόπου ζωής και σκέψης, και, ως διαφυγή, γοητεύεται από την εξωτική λιτότητα, ευσυνειδησ­ία και πειθαρχία ενός άσημου γιαπωνέζου επαγγελματ­ία.

Στα 79 του πια ο Βέντερς, με αυτή την ταινία δεν ακυρώνει βέβαια το προηγούμεν­ο έργο του, το οποίο, ας το σημειώσω, πέρα από τις άλλες μεγάλες ταινίες του, περιλαμβάν­ει και την εξαιρετική ταινία Χάμετ, που αποτελεί φόρο τιμής στον από πολλές απόψεις ομογάλακτο και συνεχιστή τού ρεαλισμού τού Λόντον, Ντάσιελ Χάμετ, για τον οποίο έχει γραφεί κατά κόρον ότι απέσπασε την αστυνομική λογοτεχνία από τα σαλόνια της αριστοκρατ­ίας και την έφερε στο ταπεινό πεζοδρόμιο - εδώ θα μπορούσαν να γίνουν άλλες αντιστοιχί­ες και αντιστίξει­ς, με τις

Υπέροχες μέρες του Βέντερς...

 ?? Δημήτρης Αληθεινός,
Χωρίς τίτλο (λεπτομέρει­α), 1971, κλουβί, κρανίο, καναρίνι
(φωτ.: Νίκος Παλαιολόγο­ς) ?? Οι εικόνες του τεύχους προέρχοντα­ι από την έκθεση με τίτλο «Όλοι εδώ.
50 χρόνια Δημοκρατία» που πραγματοπο­ιείται στο MOMus - Μουσείο Άλεξ Μυλωνά (Πλ. Αγίων Ασωμάτων 5, Θησείο, Αθήνα) με έργα των Δημήτρη Αληθεινού, Βλάση Κανιάρη, Βάσως Κατράκη, Α. Τάσσου και Γιάννη Παππά. Επιμέλεια: Γιάννης Μπόλης. Μέχρι 14/4.
Δημήτρης Αληθεινός, Χωρίς τίτλο (λεπτομέρει­α), 1971, κλουβί, κρανίο, καναρίνι (φωτ.: Νίκος Παλαιολόγο­ς) Οι εικόνες του τεύχους προέρχοντα­ι από την έκθεση με τίτλο «Όλοι εδώ. 50 χρόνια Δημοκρατία» που πραγματοπο­ιείται στο MOMus - Μουσείο Άλεξ Μυλωνά (Πλ. Αγίων Ασωμάτων 5, Θησείο, Αθήνα) με έργα των Δημήτρη Αληθεινού, Βλάση Κανιάρη, Βάσως Κατράκη, Α. Τάσσου και Γιάννη Παππά. Επιμέλεια: Γιάννης Μπόλης. Μέχρι 14/4.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece