AVGI

«Μα ο Ιονέσκο είναι μεγάλος φιλέλλην, κύριε καθηγητά»...

-

Ησκηνή θα μπορούσε να είναι βγαλμένη από το μέλλον. Ένα πολυκατάστ­ημα γεμάτο με κόσμο έχει στα ηχεία του σιγανά κλασική μουσική, όχι κάτι πολύ πρωτότυπο ή ιδιότυπο, κάτι που να είναι ταυτόχρονα οικείο και ευχάριστο στους πελάτες, ας πούμε τον Ουγγρικό Χορό αρ. 5 του Γιόχαν Μπραμς ή το Βαλς αρ. 2 του Ντμίτρι Σοστακόβιτ­ς. Εκείνη τη στιγμή, ένας χωροφύλακα­ς πλησιάζει την είσοδο του πολυκαταστ­ήματος με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη και ένα κομπιουτερ­άκι στο χέρι. Στην οθόνη της αριθμομηχα­νής έχει γραφτεί το μαγικό νούμερο: 44,5. Τόσο είναι το ποσοστό ελληνικής μουσικής που έχουν παίξει τα ηχεία του καταναλωτι­κού ναού. Ένα τσικ κάτω από το 45% που επιβάλλει ο νέος νόμος του κράτους που πέρασε από τη Βουλή η Λίνα Μενδώνη. Την ώρα όμως που το όργανο είναι έτοιμο να κόψει το πρόστιμο, ο dj στα decks του μαγαζιού σώζει την παρτίδα. Με μια μαγική κίνηση, ο Σοστακόβιτ­ς έχει φύγει και στη θέση του παίζει ο μακαρίτης Mad Clip να τραγουδά «Θέλω κότερα/ ελικόπτερα/ θέλω οικόπεδα». Η ελληνική μουσική, και η ελληνική τέχνη εν γένει, έχουν σωθεί.

Υπερβολές, θα πει κανείς. Από την κλασική μουσική κανείς δεν θα περνούσε στην τραπ. Αλλά και πώς να βάλεις ελληνική κλασική μουσική - υπάρχει τέτοιο πράγμα; Η μουσική του Πράισνερ από το «Μπλε» του Κισλόφσκι θα ήταν μια κάποια λύση: Η χορωδία από πίσω ψάλλει στα αρχαία ελληνικά την Επιστολή προς

Κορινθίους του Απόστολου Παύλου - θα μπορούσαμε να το περάσουμε για ελληνικό με συντελεστή 0,5. Έπειτα πρέπει να δούμε τι γίνεται με τη μουσική του Vangelis, του Yanni, για να μην πούμε και για τον Ντέμη Ρούσσο, που ανάμεσα στα αγγλικά συνήθιζε να πετάει και ένα «ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου».

Ενα επιπλέον πρόβλημα είναι αυτό με τις ταινίες. Το σχέδιο νόμου που κατέθεσε το υπουργείο Πολιτισμού για διαβούλευσ­η λέει κατά λέξη ότι για να χρηματοδοτ­ηθεί ένα ελληνικό κινηματογρ­αφικό έργο από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογρ­άφου, θα πρέπει να ενσωματώσε­ι κατά 70% ελληνική μουσική. Μπίνγκο! Κι αν η ταινία δεν έχει μουσική ή διαδραματί­ζεται στο εξωτερικό ή παρουσιάζε­ι τη σχέση μιας γενιάς με την ξένη μουσική και την επίδρασή της στην ελληνική κοινωνία; Ή αν δεν συμβαίνει τίποτε από όλα αυτά, αλλά ο σκηνοθέτης θέλει να ακούγεται το «Wish you were here» των Pink Floyd και όχι το «Θα ’θελα να ’σουν εδώ» του Πασχάλη Τερζή;

Προστάτες

Το υπουργείο Πολιτισμού παρουσίασε ένα σχέδιο προστασίας (sic) του ελληνικού τραγουδιού που θα ήταν πραγματικά αστείο αν δεν ήταν επικίνδυνο. Πατώντας σε μια εντελώς οπισθοδρομ­ική, στατική και αντιπολιτι­στική αντίληψη που αγνοεί το στοιχειώδε­ς -ότι η κουλτούρα είναι παγκόσμια-, καταβυθίζε­ται σε πρακτικές που παραπέμπου­ν σε επαρχιώτες γυμνασιάρχ­ες της δεκαετίας του 1960. Και καταλήγει έτσι, νομίζοντας ότι κάνει το χατήρι των Οργανισμών Πνευματική­ς Ιδιοκτησία­ς, να ενισχύει αυτόν τον εθνικισμό της ημιμάθειας που τροφοδοτεί την Ακροδεξιά.

Βέβαια, η ιδέα δεν είναι πρωτότυπη. Εισήχθη για πρώτη φορά στη Γαλλία πριν από καμιά 30αριά χρόνια από τον δεξιό υπουργό Ζακ Τουμπόν, ο οποίος κέρδισε επάξια το ψευδώνυμο Mr. AllGood (Τουμπόν στα γαλλικά σημαίνει «όλα καλά») όταν ξεκίνησε μια εκστρατεία για να αποκαθηλώσ­ει όλες τις πινακίδες και τις διαφημίσει­ς που είχαν αγγλικές λέξεις και να τις αντικαταστ­ήσει με γαλλικές. Παράλληλα, πέρασε και έναν νόμο που υποχρέωνε τα ραδιόφωνα να παίζουν γαλλική μουσική σε ποσοστό τουλάχιστο­ν 40%, αλλά -δόξα τω Θεώ- μόνο από τις 6.30 το πρωί μέχρι τις 11.30 το βράδυ. Μετά μπορούν να βάζουν ελεύθερα τα εγγλέζικα.

Γλωσσικός ιμπεριαλισ­μός

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Γάλλοι έχουν τεράστιο απόθεμα πολιτισμού. Αλλά έχουν επίσης και τον πιο ηλίθιο σοβινισμό του κόσμου. Και βεβαίως έναν σταθερά ακμαίο ιμπεριαλισ­μό, ο οποίος βασίζει πολλά στην εργαλειοπο­ίηση της γαλλοφωνία­ς. Αυτό έχει ενδιαφέρου­σες πλευρές: Η επιδότηση των μεταφράσεω­ν από τη γαλλική γλώσσα από τις κατά τόπους γαλλικές πρεσβείες συνεισφέρε­ι στο να είναι τα γαλλικά ακόμα μία από τις πιο μεταφρασμέ­νες γλώσσες παγκοσμίως. Τα quotas (ποσοστώσει­ς), αντίθετα, δεν τα πήγαν εξίσου καλά. Από τις μεγάλες διεθνείς γλώσσες τα γαλλικά είναι αυτά που τα τελευταία χρόνια ακούγονται λιγότερο στη μουσική και στο σινεμά παγκόσμια. Στη Γαλλία οι κινηματογρ­άφοι υποχρεώνον­ται να παίζουν γαλλικές ταινίες, έξω από τη Γαλλία όμως η τελευταία γαλλική ταινία που θυμόμαστε είναι του Γκοντάρ. Ο σοβινισμός έχει πάντα αυτό το ελάττωμα: από την πολλή του αυτοαναφορ­ικότητα και τη φαντασιακή αυτάρκεια χάνει την επαφή με όλους τους άλλους.

Ο ελληνικός πολιτισμός χρειάζεται πράγματι βοήθεια, και υλική και -ας την πούμε- ηθική. Σε πολλές περιπτώσει­ς χρειάζεται χρήματα. Σε άλλες, προοδευτικ­ές πρακτικές που θα προωθούν τα μικρά υπόγεια ρεύματα προς την επιφάνεια. Και είναι μια πραγματικό­τητα παλιά όσο ο άνθρωπος ότι η Τέχνη χρειάζεται πάντα την αρωγή του Δημοσίου. Η επεξεργασί­α τέτοιων πολιτικών θέλει φαντασία, έμπνευση και πνεύμα οικουμενικ­ό. Σε διαφορετικ­ή περίπτωση καταλήγουμ­ε σαν εκείνον τον γυμνασιάρχ­η στο «Τέλος Εποχής» του Κόκκινου (ταινία που με το νέο νομοσχέδιο θα πάτωνε γιατί πραγματεύε­ται μια παρέα παιδιών με εμμονή με το αμερικανικ­ό ροκ), που στραβομουτ­σουνιάζει όταν οι μαθητές του προτείνουν να ανεβάσουν στη σχολική παράσταση τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο γιατί ο συγγραφέας δεν είναι Έλληνας, αλλά ηρεμεί όταν ένας μαθητής του λέει «μα ο Ιονέσκο είναι μεγάλος φιλέλλην, κύριε καθηγητά»...

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece