Το βαθύ κράτος
των εισαγγελέων και των Μίχων
Είναι βέβαιο ότι τα χρόνια αυτά δεν θα περιγραφούν για την Ελλάδα από τον ιστορικό του μέλλοντος ως χρυσά χρόνια για το Κράτος Δικαίου και τα δικαιώματα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασχολείται συχνά με ζητήματα που καθιστούν αμφιλεγόμενο το επίπεδο δημοκρατίας στη χώρα, από θέματα που άπτονται της ελευθερίας του Τύπου μέχρι αυτό των υποκλοπών και από τις υπερεξουσίες που συγκεντρώνονται γύρω από το πρωθυπουργικό γραφείο έως την κατά συρροή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των διεθνών συμβάσεων στην αντιμετώπιση των προσφύγων. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, το Ευρωκοινοβούλιο και οι διεθνείς θεσμοί δεν εντοπίζουν μόνο παραβιάσεις στους κανόνες του Κράτους Δικαίου, αλλά και παρεμβάσεις και εμπόδια σε όποιον επιχειρεί να τις ελέγξει - πρωτίστως στις ανεξάρτητες Αρχές.
Η κυβέρνηση, με έναν υποσυνείδητο και άρρητο τρόπο, δεν αρνείται αυτές τις παραβιάσεις - όχι όλες, σε κάθε περίπτωση. Στο ζήτημα των προσφύγων και μεταναστών, σχεδόν ευθέως ομολογεί τις παράνομες επαναπροωθήσεις ή τις δυσχέρειες που δημιουργεί στην άσκηση των δικαιωμάτων τους κατά την είσοδό τους στη χώρα, χαϊδεύοντας τα -δυστυχώς- ολοένα και πιο ρατσιστικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας. Σε άλλα ζητήματα, εκπέμπει ένα βαθύτατα κυνικό μήνυμα προς την ελληνική κοινωνία: «Δεν είμαστε τα καλύτερα παιδιά ούτε τα πιο τίμια, αλλά εμείς μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά». Το μήνυμα αυτό έχει μια αξιοσημείωτη αποδοχή στον κόσμο. Από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας (και το οποίο αφελώς υποτίμησε η Αριστερά) ήταν η μεγάλη απογοήτευση της ελληνικής κοινωνίας, η ματαίωση προσδοκιών που γεννήθηκαν την περίοδο της κρίσης και η αίσθηση ότι καμία ηθική και καμία δικαιοσύνη δεν μπορούν να κυριαρχήσουν στην ασκούμενη πολιτική. Οπότε, μεταξύ «κατεργαρέων», ας αναλάβει τη δουλειά ο πιο επιδέξιος - μια αντίληψη που με το ένα χέρι τάισε τον σημερινό πρωθυπουργό και με το άλλο την Ακροδεξιά.
Ηγεμονία
Ομως, αυτή ακριβώς η αντίληψη, που χρεώνει την κυβέρνηση με ένα επίπεδο κυνισμού με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απαραίτητου για την άσκηση της πολιτικής, πέραν τού να δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες για να διαιωνιστεί και να διευρυνθεί η δεξιά ηγεμονία στη χώρα, λειτουργεί επίσης στρεβλωτικά αναφορικά με την κατανόηση της λειτουργίας του βαθέος κράτους, του τρόπου δηλαδή με τον οποίον η κοινωνική ιεραρχία αναπαράγεται, αναπαράγοντας επίσης την εκμετάλλευση.
Στην ελληνική Πολιτεία, που τόσο έντονα θυμίζει σάπιο μήλο, οι θεσμοί που περισσότερο από κάθε άλλον συνεισφέρουν σε αυτή τη μόλυνση δεν προέρχονται καν από την εκτελεστική εξουσία, που στο κάτω κάτω της γραφής υποχρεώνεται και σε κάποιου τύπου λογοδοσία. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη με τη δικαστική εξουσία, η οποία δεν υπόκειται σε κανέναν λαϊκό έλεγχο -έστω φαινομενικό-, δεν λογοδοτεί πουθενά, δεν εξαρτάται σε τίποτα από το δημόσιο αίσθημα ή τη δημοτικότητά της. Η συνθήκη αυτή, σε συνδυασμό με το πλέγμα σχέσεων που έχει δημιουργηθεί εδώ και δεκαετίες πλέον στον χώρο, καθιστώντας την εξάρτηση από το κύκλωμα βασική προϋπόθεση επιβίωσης, δημιουργεί ένα εφιαλτικό, δυστοπικό μείγμα και τελικά μια ευθεία απειλή για τη λειτουργία της Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εντόπισε αυτή τη συνθήκη πολύ νωρίς - υπήρξε κι αυτό ένα από τα σημάδια τής πολύ μεγάλης εμπειρίας στη διαχείριση της εξουσίας που κληρονόμησε ο σημερινός πρωθυπουργός από τον οικογενειακό του μηχανισμό. Οι σχέσεις που σφυρηλατήθηκαν ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου και τα ανώτατα κλιμάκια της Δικαιοσύνης αντλούν την καταγωγή τους από σχέσεις δεκαετιών, αλλά επισφραγίστηκαν και από συγκεκριμένες πρακτικές αλληλεξάρτησης. Δεν πέφτουν άλλωστε από τον ουρανό οι Ντογιάκοι.
Ηθικός πανικός
Το σοκ που υπέστη η ελληνική κοινωνία από την πρόταση της εισαγγελέως Μ.-Ε. Νικολού στην υπόθεση βιασμού και μαστροπείας της 12χρονης κοπέλας στον Κολωνό πρέπει να εξεταστεί από αυτό το πρίσμα -του βαθέος κράτους-, για να γίνει κατανοητό, και όχι από τη σκοπιά ενός απλοϊκού ηθικού πανικού.
Οι εισαγγελείς, ακόμα περισσότερο από τους δικαστές, έχουν αναλάβει τον ρόλο των άνευ ορίων υπερασπιστών αυτού του συστήματος που συμπλέκεται με τις μικροεξουσίες και τις μεγαεξουσίες που συντηρούν την κοινωνική ιεραρχία ως έχει, μέσα σε μια κοινωνία που πριν από δέκα χρόνια έμοιαζε έτοιμη να μετακινήσει πάγιους συσχετισμούς. Ως ένα σημείο, οι «εκτροπές» τους είναι μια μορφή επίδειξης δύναμης που γίνεται με το αζημίωτο. Η εισαγγελέας Οικονόμου, στη δίκη της Χρυσής Αυγής, υπήρξε μια χαρακτηριστική περίπτωση. Φαινομενικά, συγκρούστηκε με τη γραμμή του ελληνικού κράτους που ήθελε να τελειώνει με την ανεξέλεγκτη δράση των παρακρατικών ναζιστών. Στην πράξη, εξέφραζε το κομμάτι αυτό του κράτους που έχει καθήκον να φροντίζει και για τα άσωτα παιδιά του ή για τα ζιζάνια που εξέθρεψε. Και ανταμείφθηκε για αυτό με προαγωγή που δεν δικαιολογείται από το γεγονός ότι σε μια τόσο κεντρική δίκη η Έδρα δεν έλαβε καθόλου υπόψη της την αγόρευσή της.
Αρκετοί προεξοφλούν την αθώωση -ουσιαστικά- του Μίχου, βασιζόμενοι στην εισαγγελική αγόρευση. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είναι ακριβώς έτσι. Η πιθανότητα η απόφαση να είναι πολύ πιο συμβατή με τα πραγματικά γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία της δίκης είναι αρκετά μεγάλη. Στο μεταξύ, το βαθύ κράτος θα έχει στείλει το μήνυμά του ότι δεν εγκαταλείπει τα παιδιά του, ότι κάποιος που σχετίζεται τόσο στενά με την Εκκλησία και τη Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί στην τύχη του - εν όψει και των αποφάσεων περί αναστολών και του εφετείου.
Και αυτό δεν είναι αναγκαστικά καλύτερο από μια Δικαιοσύνη που θα αθώωνε τον Μίχο, από απλό και πούρο κοινωνικό ρατσισμό.