Εκλογές που διαλύουν κάθε ψευδαίσθηση Δημοκρατίας
Η επανεκλογή του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι σίγουρη, όμως το γεγονός ότι το Κρεμλίνο ξόδεψε πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ για προπαγάνδα δείχνει πως το καθεστώς δεν κοιμάται και τόσο ήσυχα τα βράδια
Μια έγκυος γυναίκα, που ετοιμάζει το δείπνο, ρωτά τον σύζυγό της αν ψήφισε. «Αγάπη μου, τι διαφορά έχει; Δεν θα εκλεγεί χωρίς εμάς;» απαντά εκείνος. Η ατμόσφαιρα παγώνει, ακούγεται απειλητική μουσική και η γυναίκα γυρίζει προς τον σύζυγό της εξοργισμένη: «Θέλεις να χάσουμε τα επιδόματά μας και να μας πετάξουν έξω από το διαμέρισμα;» τον ρωτάει θυμωμένη. Η σκηνή είναι από ένα - αγνώστου προέλευσης- διαφημιστικό σποτ που παίζεται τον τελευταίο καιρό στα ρωσικά social media. Θα μπορούσε να είναι και πραγματική όμως. Καθώς ο Βλαντίμιρ Πούτιν οδεύει προς την ισόβια διακυβέρνηση της Ρωσίας, στις τριήμερες εκλογές -που διεξάγονται στη χώρα από την Παρασκευη 15 Μαρτίου έως την Κυριακή 17 Μαρτίου- έχει μόνο έναν «αντίπαλο»: την αποχή.
Νυν υπέρ πάντων ο αγών, λοιπόν, για να φέρει τους Ρώσους στις κάλπες. Με κάθε τρόπο και κάθε μέσο, προκειμένου όχι μόνο να γίνει ο μακροβιότερος ηγέτης της χώρας μετά τον Ιωσήφ Στάλιν, αλλά και να το επιτύχει με αυτό που ο ίδιος θέλει να εμφανίσει στον υπόλοιπο κόσμο ως ευρύτατη λαϊκή αποδοχή. Για το αν θα εκλεγεί δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Οι δημοσκοπήσεις πριν τις εκλογές έδιναν στον Πούτιν ένα συντηρητικό 75%, το οποίο δεν αποκλείεται να ξεπεράσει και το 80%. Οι τρεις βασικοί του αντίπαλοι θα πάρουν περίπου 5% έκαστος ή και λιγότερο, παρέχοντας περεταίρω νομιμοποίηση σε αυτό που ο Πούτιν ονομάζει «τις πιο ελεύθερες και δημοκρατικές εκλογές του κόσμου». Για όποιον θέλει να του αντιπαρατεθεί, υπάρχει ένα ποσοστό-πλαφόν: Όποιος θα μπορούσε να ξεπεράσει το 5-10% είναι είτε αποκλεισμένος από τις εκλογές είτε φυλακισμένος είτε νεκρός. Οι εκλογές στη Ρωσία βλάπτουν σοβαρά την υγεία των υποψηφίων.
Ποιον φοβάται ο Βλαντίμιρ Πούτιν;
Ο Πούτιν θα μπορούσε να κοιμάται ήσυχος. Οι δικτάτορες δεν κοιμούνται ποτέ ήσυχοι, όμως. Το Κρεμλίνο φέρεται να ξόδεψε πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ για προπαγάνδα πριν τις εκλογές. Το μεγαλύτερο μέρος πήγαν σε προσπάθειες να τονιστεί το εθνικό αίσθημα, η ενότητα και οι παραδοσιακές αξίες της Ρωσίας, τα οποία εκπροσωπεί φυσικά μόνο ο Πούτιν. Και για να φέρει τους Ρώσους στις κάλπες. Θα ήταν απορίας άξιον γιατί ένα καθεστώς, εν μέσω ενός πολέμου που έχει ήδη κοστίσει στη Ρωσία περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια ευρώ, να θέλει να καταβάλει τόση προσπάθεια σε μια ψευδεπίγραφη και εκ των προτέρων εξασφαλισμένη εκλογική διαδικασία. Οι απορίες που έχουμε εδώ, όμως, δεν ισχύουν στη Ρωσία. Ο Πούτιν προσπαθεί να αποφύγει τις παγίδες στις οποίες έχουν πέσει άλλες «δημοκρατικές» δικτατορίες, όπως το Ιράν, στο οποίο σημειώθηκε αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής, με μόλις 41%, στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές, το χαμηλότερο από την επανάστασή του 1979, αντανακλώντας την ευρεία απογοήτευση του κόσμου από το ισλαμικό καθεστώς.
Το ίδιο και στη Βενεζουέλα, η οποία κατέγραψε ποσοστό συμμετοχής 31% στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2020. Ο Πούτιν θέλει πάση θυσία να αποφύγει έστω και την παραμικρή υπόνοια περί μη νομιμοποίησης ή μια ευρεία αποχή διαμαρτυρίας μετά τον θάνατο του Αλεξέι Ναβάλνι. Ενα άλλο, πιο υπαρξιακό ερώτημα είναι γιατί οι δικτατορίες μπαίνουν στον κόπο να κάνουν εκλογές. Για διάφορους λόγους τόσο εσωτερικής όσο και -κυρίως- διεθνούς κατανάλωσης. Η νομιμοποίηση που παρέχουν στα καθεστώτα τα βοηθούν να παραμένουν σε διάλογο με τη διεθνή κοινότητα και να «βουλώνουν τα στόματα», όταν κάποιοι θέλουν να τα κακολογήσουν. Πέρα απ’ όλα αυτά, είναι και κάποιου είδους «δημοσκόπηση» για να κατανοήσει το ίδιο το καθεστώς την πραγματική δημοτικότητά του.
Για τον Πούτιν, συγκεκριμένα, είναι και κάτι ακόμη: Όπως οι στρατιωτικές παρελάσεις δείχνουν τη στρατιωτική ισχύ μιας χώρας, στη Ρωσία οι εκλογές προβάλλουν την προσωπική του δύναμη. Είναι σαν να λέει προς κάθε κατεύθυνση: Δεν μπορείτε να με ακουμπήσετε, έχω όλο τον ρωσικό λαό πίσω μου.
Είναι κάτι που βλέπουμε ακόμη και στα πιο ξεκάθαρα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως αυτό της Βόρειας Κορέας. Η δυναστεία της οικογένειας Κιμ καταβάλλει τεράστιες και διαρκείς προσπάθειες για να συντηρήσει την ένθερμη υποστήριξη του λαού. Κι αν, τελοσπάντων, ο λαός δεν πείθεται να ζητωκραυγάζει κάθε φορά που μιλάει ο κάθε «μεγάλος ηγέτης», ας είναι τουλάχιστον ήσυχος και σε καταστολή.
Εκλογές «ειδικού σκοπού»
Αυτό το τελευταίο διαταράχθηκε στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Ο Πούτιν ήξερε ότι θα υπήρχαν αντιδράσεις και ένα
μήνα μετά την εισβολή άρχισε να εκτοξεύει απειλές προς κάθε κατεύθυνση εναντίον εκείνων που δεν υποστήριζαν την «επιχείρηση ειδικού σκοπού»: «Ο ρωσικός λαός θα είναι πάντα σε θέση να ξεχωρίζει τους αληθινούς πατριώτες από τα αποβράσματα και τους προδότες, τους οποίους θα φτύνει σαν σκνίπα που κατά λάθος μπήκε στο στόμα τους» είχε πει.
Ο πόλεμος δεν πήγε εξαρχής τόσο καλά όσο περίμενε, αν και πιθανώς ο ίδιος ήξερε ότι ο μεγαλύτερος σύμμαχός του ήταν ο χρόνος. Ακόμη και σήμερα, που η Ουκρανία είναι πλέον στριμωγμένη στα σχοινιά, ο Πούτιν ξέρει ότι πιθανώς θα χρειαστεί κι άλλες ζωές για την πολεμική του κρεατομηχανή. Η προπαγάνδα και η καταστολή έχουν φτάσει πλέον σε επίπεδα χωρίς προηγούμενο. Οι Ρώσοι «ξαναζούν» τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο και όποιος διαφωνεί δεν τιμωρείται πλέον με πρόστιμα, αλλά με αυστηρές ποινές φυλάκισης. Στα σχολεία οι μαθητές διδάσκονται ότι πρέπει να καταγγέλουν όποιον αντιτίθεται στον πόλεμο, ακόμη κι αν είναι οι ίδιοι οι γονείς τους. Ο Πούτιν μεγαλώνει στη Ρωσία νέες γενιές ανθρώπων αποκομμένων από κάθε εξωτερική ή εναλλακτική πραγματικότητα, πλην της δικής του.
Διότι, προκειμένου να συνεχίσει την «επιχείρηση ειδικου σκοπού», ξέρει ότι δεν χρειάζεται απλώς την ανοχή του λαού του, αλλά την ενεργή υποστήριξή του. Η αποχή και η αδιαφορία για την πολιτική δεν είναι πλέον ανεκτές. Ακόμη και στα κατεχόμενα μέρη της Ουκρανίας, οι άνθρωποι «ενθαρρύνονται» (υπό την απειλή των όπλων) να ψηφίσουν.
Οι εκλογές αυτές έχουν σχεδιαστεί ώστε να γίνουν μια συντονισμένη και παράλογη επίδειξη της «δημοτικότητας» του Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά και για να εδραιώσουν την κυριαρχία της Μόσχας σε περιοχές που έχει προσαρτήσει παράνομα: την Κριμαία, τη Χερσώνα, τη Ζαπορίζια, το Ντόνετσκ και το Λουχάνσκ.
Κερδίζοντας τις εκλογές, ο Πούτιν θα ανανεώσει για πέμπτη φορά τη θητεία του και θα παραμείνει στην εξουσία μέχρι το 2030. Πλέον, πολλοι αναλυτές πιστεύουν ότι το μόνο που θα τον απομακρύνει από την εξουσία στη Ρωσία είναι ο θάνατος. Σύμφωνα με το σύνταγμα της Ρωσίας, η θητεία του Πούτιν υποτίθεται ότι έληγε για πάντα το 2008, αλλά, με μια αριστοτεχνική τρίπλα, έβαλε στη θέση του τον αχυράνθρωπό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ και κυβέρνησε ουσιαστικά ο ίδιος ως πρωθυπουργός επί τέσσερα χρονια, πριν επανέλθει στη θέση του Προέδρου το 2012. Το 2020, αποφάσισε να τελειώνει με τα προσχήματα και άλλαξε το σύνταγμα της χώρας, μετά από δημοψήφισμα που ήταν τόσο «καθαρό» όσο και οι εκλογές. Μετά τις αλλαγές επιτρέπεται να μείνει στην εξουσία για τουλάχιστον δύο ακόμη εξαετείς θητείες.
Μετά, εισέβαλε στη Γεωργία και την Ουκρανία, διέλυσε τη ρωσική αντιπολίτευση και ξεφορτώθηκε τους δύο βασικους του αντιπάλους: Ο Μπόρις Νεμτσόφ δολοφονήθηκε κοντά στο Κρεμλίνο το 2015 και ο Αλεξέι Ναβάλνι επέζησε από δηλητηρίαση το 2020, αλλά πέθανε στη φυλακή τον περασμένο μήνα. Άλλα στελέχη της αντιπολίτευσης είτε βρίσκονται στη φυλακή είτε έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.