Η «καλύτερη Δημοκρατία στον κόσμο»
Τρεις μάλλον άχρωμοι συνυποψήφιοι, σε ρόλο κομπάρσου, ανέλαβαν να δώσουν στις προεδρικές εκλογές μια επίφαση νομιμότητας
Εχοντας καθαρίσει το πεδίο, το Κρεμλίνο απαντά με αγανάκτηση σε όποιον λέει ότι η Δημοκρατία στη Ρωσία είναι ψευδεπίγραφη. «Η Δημοκρατία μας είναι η καλύτερη και θα συνεχίσουμε να την χτίζουμε», είπε πριν από λίγες μέρες ο εκπρόσωπος του Πούτιν Ντμίτρι Πεσκόφ.
Ακόμη κι αν ο Πούτιν δεν ήθελε να θυσιάζεται άλλο για το καλό της χώρας, υπάρχουν (ή εφευρίσκονται) πάντα κάποιοι που τον «πιέζουν». Στις 8 Δεκεμβρίου, ο Άρτιομ Ζόγκα, ένας Ουκρανός ηγέτης αυτονομιστών, κυριολεκτικά παρακάλεσε μέσα στο Κρεμλίνο τον Πούτιν να είναι υποψήφιος ξανά. Και βέβαια τα ΜΜΕ, που είναι απόλυτα ελεγχόμενα από το Κρεμλίνο, προπαγανδίζουν νυχθημερόν ότι μόνο ο Πούτιν μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα, καθώς η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με το ΝΑΤΟ, σε μια υπαρξιακή για τη χώρα απειλή που μόνο ο Πρόεδρος μπορεί να κερδίσει.
Στα τεχνικά θέματα των εκλογών, τα πράγματα ήταν ως αναμενόταν: Σε 27 ρωσικές περιφέρειες και δύο στην κατεχόμενη Ουκρανία, οι ψηφοφόροι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ένα παντελώς αδιαφανές διαδικτυακό σύστημα ψηφοφορίας, χωρίς τρόπο επαλήθευσης των ψήφων. Η Γκόλος, ένας ανεξάρτητος οργανισμός παρατήρησης, έχει κηρυχθεί «ξένος πράκτορας» και ο επικεφαλής της Γκριγκόρι Μελκόνιαντς βρίσκεται υπό κράτηση.
Οι κυβερνητικοί υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις που ελέγχονται από το κράτος είναι υποχρεωμένοι να δείξουν στους προϊσταμένους τους φωτογραφίες από τα κινητά τους που αποδεικνύουν ότι ψήφισαν τους υποψηφίους του Κρεμλίνου.
Σύμφωνα με τα ρωσικά ΜΜΕ, ο Πούτιν αναμένει μια νίκη με τουλάχιστον 80%, ξεπερνώντας το δικό του ρεκόρ τού 76,7%, που είχε σημειώσει το 2018.
Οι φετινές εκλογές σηματοδοτούν επίσης το τέλος της ψευδαίσθησης. Ακόμη και πριν από πέντε χρόνια οι αναλυτές (ακόμη και εκείνοι που υποστήριζαν τον Πούτιν) πίστευαν ότι κάποια στιγμή θα παρέδιδε την εξουσία σε έναν διάδοχο. Πλέον είναι φανερό ότι δεν θα το κάνει ποτέ.
Την επίφαση νομιμότητας ανέλαβαν φέτος να παράσχουν στον Πούτιν τρεις υποψήφιοι: Ο 75χρονος Νικολάι Χαριτόνοφ, του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι μια άχρωμη πολιτική φυσιογνωμία που αντιπαρατέθηκε στον Πούτιν το 2004 και κέρδισε το 13% των ψήφων.
Ο 56χρονος σκληροπυρηνικός εθνικιστής Λεονίντ Σλούτσκι, του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, έχει ζητήσει κατ’ επανάληψη την εκτέλεση Ουκρανών αιχμαλώτων πολέμου. Ο 40χρονος Βλάντισλαβ Νταβάνκοφ, από το κόμμα New People, είναι ένας χαμηλού προφίλ πολιτικός που υποστηρίζει τον πόλεμο και έχει συγγράψει έναν νόμο που απαγορεύει στα τρανς άτομα να αλλάζουν την ταυτότητά τους ή να λαμβάνουν ιατρική περίθαλψη που επιβεβαιώνει το φύλο τους.
Δύο υποψήφιοι που τάχθηκαν εναντίον του πολέμου, η Γεκατερίνα Ντουντσόβα και ο Μπόρις Ναντέζντιν, αποκλείστηκαν από τη συμμετοχή τους αφού η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή βρήκε «κάποιο πρόβλημα» με τις υπογραφές που χρειάζονταν για να κερδίσουν μια θέση στα ψηφοδέλτια. Το 2006, η επιτροπή απαγόρευσε την επιλογή της καταψήφισης όλων των υποψηφίων, εκμηδενίζοντας τον κίνδυνο ψήφων διαμαρτυρίας. Ο μοναδικός πραγματικός αντίπαλος του Πούτιν, ο Αλεξέι Ναβάλνι, αποκλείστηκε από τις εκλογές το 2018 και φυλακίστηκε το 2021. Πλέον είναι νεκρός. Η τελευταία του πολιτική πράξη από τη φυλακή ήταν μια έκκληση προς τους υποστηρικτές να συμμετάσχουν σε μια διαμαρτυρία γνωστή ως «Μεσημέρι κατά του Πούτιν», φτάνοντας μαζικά στα εκλογικά κέντρα το μεσημέρι της Κυριακής, την τελευταία ημέρα της ψηφοφορίας, για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους.
«Αυτό θα μπορούσε να είναι μια ισχυρή απόδειξη του εθνικού αισθήματος», ανέφερε μια ανάρτηση της 1ης Φεβρουαρίου στους λογαριασμούς του Ναβάλνι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συμπλήρωσε ότι δεν υπήρχε τρόπος για τις Αρχές να σταματήσουν μια διαμαρτυρία ορατή σε όλους. Η ρωσική εφημερίδα Novaya Gazeta Europe χαρακτήρισε τη διαμαρτυρία «πολιτική διαθήκη του Ναβάλνι».