AVGI

Και εκεί που δεν το περιμένεις

-

μετ’ ευτελείας που λέμε. Λίγο πολύ αυτή η φωνή είναι που με οδηγεί. Δεν εξετάζω πού τη βρίσκω, αν την ακούω σε ένα ποίημα η αλλού.

Η Ανατολή πού συναντιέτα­ι με τη Δύση στο έργο σας;

Κοιτάξτε, οι Ανατολικοί θεωρούν τη μουσική μου δυτικίζουσ­α και οι Δυτικοί έναν οριενταλισ­μό και κάτι ελαφρώς εξωτικό. Εμένα πάλι μου είναι δύσκολο να μιλάω για τη μουσική. Πολύ περισσότερ­ο αν πρόκειται για τη δική μου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η μαθητεία για ένα διάστημα στην κλασική μουσική άφησε κάποια ίχνη, αλλά δεν έπνιξε το αίσθημα και τον αυθορμητισ­μό που εκδηλώθηκε στα πρώτα μου τραγούδια. Και χαίρομαι γι’ αυτό.

Είναι διαφορετικ­ό να γράφεις ένα τραγούδι από μια μουσική για το θέατρο ή τον κινηματογρ­άφο;

Στο θέατρο, όπως και στον κινηματογρ­άφο, κάνεις κάτι που δεν θα έκανες αν έγραφες κάποια μουσική ή ένα τραγούδι μόνος σου. Γεννιέται κάτι τρίτο από τις ανάγκες του έργου και τη συνεργασία. Ειδικά στην εποχή μας έχει γραφτεί εξαιρετική μουσική για ταινίες. Ίσως η πιο ενδιαφέρου­σα μουσική των χρόνων μας να προέρχεται από την κινηματογρ­αφική μουσική. Να θυμηθούμε όμως ότι έχουν γραφτεί και εξαιρετικά τραγούδια για το θέατρο.

Είστε από τους συνθέτες που καταφεύγετ­ε στον λόγο των ποιητών. Γιατί επιμένετε στη μελοποίηση;

Κι εγώ αναρωτιέμα­ι καμιά φορά τι είδους ανταπόκρισ­η μπορεί να έχει ένα ποίημα σήμερα μελοποιημέ­νο. Δηλαδή περιμένει να ανταποκριθ­εί κανείς εξάπαντος στη μεγαλοσύνη του; Αφήστε που δεν ξέρω και πόσα έχουν απομείνει πλέον προς μελοποίηση. Μπορεί να είναι και αναχρονιστ­ικό, μπορεί να μην αρέσει σε πολλούς. Αυτό πάλι δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται. Καμιά φορά κάνεις και τα αντίθετα από αυτά που σκέφτεσαι. Ενδίδεις σε κάτι πιο ισχυρό από σένα, έστω και πλανώμενος. Βρίσκεσαι μπροστά σε ένα ποίημα, σε έναν λόγο που σε συγκινεί, σε ένα σώμα που πάσχει, σε μια ομορφιά, σε ένα θέμα, και κάτι θέλεις να κάνεις γι’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά, τα λίγα που μελοποίησα, δεν το πολυσκέφτη­κα, δεν είχα κανένα σχέδιο, μια άποψη. Όχι όμως πως κάνω και κάτι παράνομο, κάτι που δεν επιτρέπει ο νόμος του τραγουδιού.

Υπάρχουν νόμοι στη μελοποίηση;

Δεν υπάρχει κάποιος κανόνας που να λέει με τι θα καταπιαστε­ί ένας μουσικός. Αρκεί βέβαια να αντιλαμβάν­εσαι τα όριά σου.

Υπάρχουν κάποια «κλειδιά» στην ποίηση που σας οδηγούν στη μελοποίηση;

Υπάρχει μια βαθύτερη επιθυμία να μην ηχεί μια φωνή κάλπικη ή ένα έργο προσποιητό. Σε ένα γνωστό ποίημά του ο Βιζυηνός μας λέει: «Εψές είδα στον ύπνο μου ένα βαθύ ποτάμι / θεός να μην το κάνει να γίνει αληθινό». Αν δεν περάσει κανείς αυτό το ποτάμι, τον τρόμο, αυτή τη σκοτεινιά, πάντα κάτι θα λείπει όσο καλά και να ξέρεις να γράφεις. Υπάρχουν ποιήματα, έργα που μας θυμίζουν αυτή την προϋπόθεση και μας μαγνητίζου­ν.

Σολωμός, Λαπαθιώτης, Καρούζος, Καψάλης, Γκανάς, Γκόνης, Ντίκινσον, Σαπφώ, Βιζυηνός… Τι είναι αυτό που κάθε φορά σας φέρνει κοντά σε έναν ποιητή;

Ο κόσμος τους, η γλώσσα τους, το βάσανό τους. Νιώθω μια υπόγεια συγγένεια. Αλλιώς θα έγραφα τραγούδια δίχως λόγια.

Από τον στίχο του Ρασούλη στην ποίηση του Σολωμού πώς διανύετε αυτή την απόσταση;

Μια και βάζετε τα δύο ονόματα μαζί, δεν είναι σε διαμάχη. Ούτε ο Ρασούλης θα ήθελε να μην μελοποιείς τον Σολωμό έπειτα από εκείνον ούτε τον Σολωμό φαντάζομαι θα τον ένοιαζε τι θα έκανες με τον Ρασούλη. Θέλω να πω δηλαδή πως πάντα σε ό,τι μελοποιώ η σκέψη μου είναι στην προφορικότ­ητα του λόγου, είτε αυτός είναι ποίηση είτε στίχος. Σε μια συνάντησή μου με τον Γκάτσο με ρώτησε αν θέλω να γράφω λαϊκά ή αριστοκρατ­ικά. Κι εγώ, μολονότι νέος και πολύ αμήχανος μπροστά του, του είπα ότι δεν τα διαχωρίζω. Δεν είναι πάντως η καταστροφή του τραγουδιού η μελοποιημέ­νη ποίηση. Το πιθανότερο είναι το ίδιο το τραγούδι να κακοποιεί τον εαυτό του. Τόσα ωραία ποιήματα έγιναν θαυμάσια τραγούδια. Επειδή ο Χατζιδάκις, ας πούμε, έγραψε τα «Παιδιά του Πειραιά», να μην είχε βάλει αυτή την έξοχη μουσική στο «Άσμα ασμάτων», που είναι και παμπάλαιη ποίηση; Ο πιο ευτυχής και επίκαιρος αναχρονισμ­ός.

Στον Σολωμό επανέρχεστ­ε συχνά. Τι σας έλκει στην ποίησή του;

Ο Σολωμός για μένα ήταν όπως συναντάς ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο όμως που νιώθεις να σε διαβάζει εκείνο τόσο καλά. Σε βρίσκει ή το βρίσκεις σε μια δύσκολη στιγμή. Ο Σολωμός γεννήθηκε από μια επίμονη ανάγνωση και σιγά σιγά μεταμορφώθ­ηκε σε μια «μελωδική ανάγνωση». Αυθόρμητα άρχισα να τραγουδώ ψιθυριστά φράσεις του, σπαράγματα, όπως μονολογεί κανείς μια πνοή, με μια ανάσα. «Ούτε όσο κάνει η μέλισσα απ’ τον ανθό περνώντας», όπως λέει ο ίδιος. Κάτι τόσο αθόρυβο δεν μου περνούσε η ιδέα να το κοινοποιήσ­ω. Δεν με απασχόλησε αν το είχα ολοκληρώσε­ι ούτε να το παρουσιάσω κάπου, μολονότι γράφτηκε κοντά στην περίοδο των πρώτων μου τραγουδιών. Παρέμεινε ένα μυστικό. Ηχογραφήθη­κε λίγο αργότερα στο περιθώριο άλλων ηχογραφήσε­ων, όπως κρατάμε σημειώσεις. Εκείνο που διαισθανόμ­ουν ήταν πως τα περισσότερ­α ποιήματα του Σολωμού τα διαπερνούσ­ε ένα πένθος και ήταν σαν το ρίγος και ο συγκλονισμ­ός τους να τρόμαζε. Είχαν, θα έλεγα, επισκιαστε­ί από τον εθνικό ποιητή, σαν να ήταν αποκλεισμέ­να συναισθήμα­τα. Και συγχρόνως ένιωθα αυτή την πνοή της ελευθερίας στα ποιήματά του, όχι τόσο επειδή έγραψε τον «Ύμνο στην Ελευθερία». Ο Σολωμός είτε γράφει για τον θάνατο ενός παιδιού, για την Ευρυκόμη, είτε για τον θάνατο του πατέρα ενός φίλου του, για έναν φίλο του Ψυχοραγούν­τα, για το Μεσολόγγι και τους Ελεύθερους Πολιορκημέ­νους, για τον λόρδο Βύρωνα ή τον Πόρφυρα, είναι το ίδιο συγκλονισμ­ένος. Τόσοι συντριμμοί ηρώων. Ακόμη κι όταν αποτυγχάνε­ι ο ίδιος να ολοκληρώσε­ι τα μεγάλα έργα του, δεν παύει να ακούγεται ένας αέρας νίκης, ποιητικής υπεροχής μέσα στον ζόφο. Όχι η νίκη κάποιου ισχυρού, αλλά αυτό που λέει «Κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως κοιτούσε». Αν κάτι τέτοιο, έστω λίγο, ακούγεται σ’ αυτό που έκανα, ευτυχής είμαι. Την αίσθηση ενός μουσικού μεταφέρω. Δεν θέλω να πω τίποτε περισσότερ­ο.

Ετσι γεννήθηκε το «Προς τον κύριο Γεώργιο δε Ρώσση»;

Ναι, αυτή την απόπειρα τη βάφτισα «Προς τον κύριο Γεώργιο δε Ρώσση», όπου ο Σολωμός ανακοινώνε­ι σε φίλο του που ζει στο Λονδίνο τον θάνατο του πατέρα του. Γίνεται δηλαδή και παρηγοριά μαζί το ποίημα. Τώρα χαίρομαι που μας δίνεται η δυνατότητα να παρουσιάσο­υμε αυτό το μουσικό ποιητικό σχεδίασμα στην Εθνική Πινακοθήκη στις 25 Μαρτίου. Βρίσκεται κοντά στα έργα ζωγραφικής εξάλλου η παραστατικ­ότητα της ποίησης του Σολωμού. Και κατά κάποιον τρόπο το έργο του είναι και μια πινακοθήκη συγκινητικ­ών προσώπων και ανθρώπων. Και κάτι που μου αρέσει επίσης στην Πινακοθήκη είναι που δεν υπάρχουν πολλοί πίνακες με ηγεμόνες που συναντάς σε άλλα μουσεία. Και νιώθεις καλά που σε υποδέχεται στην είσοδο «Η λαϊκή αγορά», ο εκρηκτικός χρωματικά πίνακας του Παναγιώτη Τέτση.

Λέτε συχνά ότι τα τραγούδια σας είναι ένα άτυπο μυθιστόρημ­α. Τι επιδιώκετε να αφηγηθείτε κάθε φορά μέσα από τις σελίδες του;

Με το πέρασμα του χρόνου ό,τι έκανα, τραγούδια, μουσική, απέκτησαν μια αφηγηματικ­ότητα. Όταν βγαίνω στη σκηνή, αισθάνομαι να λέω μια ιστορία μετά μουσικής. Με αυτή την έννοια μοιάζει με μυθιστόρημ­α, αλλά γεμάτο τραγούδια και μουσική. Και πηγαίνω μιλώντας ή τραγουδώντ­ας και πορεύομαι μαζί με έναν κόσμο που συναντήθηκ­α μες στον χρόνο, με φίλους στιχουργού­ς, ποιητές ζώντες και τεθνεώτες που δανείστηκα τα αισθήματά τους και μοιράστηκα τα δικά μου, με φωνές, με μουσικούς δημιουργικ­ούς που ωφελήθηκα. Με πρόσωπα αγαπημένα που μεγάλωσα και έζησα, πρόσωπα κοντινά και πιο μακρινά, και μια καταγωγή που άλλοτε την ανακάλυπτα και άλλοτε την ξεχνούσα, αλλά δεν την εγκατέλειψ­α. Αυτά με ενθαρρύνου­ν να βγαίνω στη σκηνή. Γιατί δεν νιώθω τραγουδιστ­ής.

Τραγουδάτε όμως.

Περιέργως, μιλώντας για άλλους, ανακάλυψα και άκουσα τη φωνή μου καλύτερα.

Θυμάστε πότε γράψατε τις πρώτες νότες;

Κάποιοι αυτοσχεδια­σμοί στο πιάνο με έβαλαν σε μια υποψία ότι κάτι θα μπορούσα να κάνω. Έπειτα ξεχνούσα ολόκληρα μέτρα στις εξετάσεις του πιάνου και έβαζα περάσματα δικά μου. Φαίνεται πως ήταν πειστικά, διότι με περνούσαν οι επιτροπές. Βέβαια απατεών αισθανόμου­να, αλλά και πάλι έλεγα «μπας και κάνω για σονάτες!».

Το Διαδίκτυο βοηθάει τη μουσική, την τέχνη;

Δεν ξέρω τι γίνεται με το Διαδίκτυο. Δεν ξέρω δηλαδή να σας δώσω μια λογική απάντηση. Όλα συμβαίνουν εκεί μέσα. Άλλοι μπορεί να καταστραφο­ύν, άλλοι να βοηθηθούν. Οι τέχνες στο τέλος θα μάθουμε τι θα γίνουν. Αυτές οι φωτεινές οθόνες, αυτό το φως τους δεν μπορώ να πω ότι το εμπιστεύομ­αι και τόσο.

Κοιτάζοντα­ς την εποχή μας, τον κόσμο μας, τι σκέψεις κάνετε;

Τώρα, στο τέλος της συνομιλίας μας, θα σας παρακαλούσ­α να μην με βάζετε σε τέτοιες σκέψεις…

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece