Ο πόθος του μέλλοντος
(στο Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου)
Το
αδιαμφισβήτητο σημείο υπεροχής για τον Γιώργο Λάνθιμο, από τις πολύ αρχές του ακόμη, ήταν το στέρεο και καθαρό αισθητικό του αποτύπωμα. Το γεωμετρημένο καδράρισμα των πλάνων του, η ισορροπημένη αρμονία στο εσωτερικό της σύνθεσής τους, χωρίς διόλου να λείπει το αναπάντεχο και το ξάφνιασμα απ’ αυτήν την εμφανή προσήλωσή του στην καλλιτεχνική αρτιότητα. Η συνολική εικαστική του μέριμνα, με δυο λόγια, αν καλούμασταν ίσως να το διατυπώσουμε επιγραμματικά. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, καμιά έκπληξη, ασφαλώς, δεν θα ήταν μικρότερη απ’ αυτήν που θα προέβλεπε ότι οι επιλογές ενός τέτοιου σκηνοθέτη δεν μπορεί παρά να τον οδηγούν, εκ του ασφαλούς σχεδόν, στον δρόμο του αισθητισμού. Αν όμως μια τέτοια πρόβλεψη δεν θα περιείχε ιδιαίτερη διακινδύνευση, η εκτίμηση για τη γενικότερη αξιολόγηση, ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα του έργου, θα μπορούσε να γεννήσει βάσιμα ερωτηματικά. Με το Poor Things ο Λάνθιμος αγγίζει τα - μέχρι στιγμής;- όρια του αισθητισμού του. Ποιος όμως θα αμφέβαλε, ούτως ή άλλως, για τη δύναμη του οπτικού εντυπωσιασμού των εικόνων του;
Το κρίσιμο ζήτημα δεν βρίσκεται εκεί. Και δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν για να συνειδητοποιήσουμε -εκ νέου- ότι όταν μια αισθητική υπηρετεί αποκλειστικά τον εαυτό της, αυτό αποτελεί πράξη άμυνας γιατί δεν μπόρεσε να αποδεχτεί -και να παρακολουθήσει- το κομβικό σημείο στην εξέλιξη της Τέχνης των δύο τελευταίων αιώνων: Την εμφάνιση στο προσκήνιο των ανατρεπτικών αλλαγών, που έφερε η δυνατότητα της τεχνικής αναπαραγωγής του έργου Τέχνης, μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου. Αλλαγών, εφεξής, στον τρόπο, τη λειτουργία, την επικοινωνία, την πρόσληψη και την κοινωνική θέση της έννοιας του καλλιτεχνικού έργου. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το αντιληφθεί πλέον, εμπειρικά έστω, ο οποιοσδήποτε. Ας τοποθετηθούμε λοιπόν, κατόπιν όλων αυτών, και ας το αποσαφηνίσουμε μια και καλή: Ο αισθητισμός στο Poor Things υπηρετεί -μέχρι κεραίας- ένα περιεχόμενο πλούσιο και πολυεπίπεδο, ιδιαίτερα δύσκολο στην προσέγγισή του και πολυσχιδές στην ανάπτυξή του, αλλά, εξίσου βασικό: αυτό το καταφέρνει με τον πιο λειτουργικό για το θέμα του και τον πιο ευανάγνωστο κινηματογραφικά τρόπο. Και για να το πούμε ακόμη απλούστερα: ο Γιώργος Λάνθιμος με το Poor Things μας παραδίνει ένα πρωτότυπο, πολύσημο και σπάνιας ομορφιάς έργο Τέχνης. Ξέροντας πώς να παίζει με τα -διαχρονικά και σύγχρονα- στερεότυπα, αλλά, ακόμα περισσότερο, και πώς να τα ανατρέπει με τις αναπάντεχες -ή και αινιγματικές-εικόνες του. Με τον απλό τρόπο του παιχνιδιού, λοιπόν, και όχι της ενοχλητικής καλλιτεχνικής σοβαροφάνειας του «δημιουργού», ο οποίος χρειάζεται να καταφεύγει στη ναρκισσιστική υπογράμμιση της ιδιαιτερότητάς του, ως κάποιο αναγκαίο άλλοθι της καλλιτεχνικής του βαρύτητας. Και τι άλλο σημαίνει αυτό από το ότι ο Λάνθιμος έχει φτάσει στο αξιοζήλευτο σημείο να μπορεί, πριν απ’ όλους, να διασκεδάζει ο ίδιος με την άσκηση της Τέχνης του, ήδη καθώς την οργανώνει και την πραγματοποιεί;
Δεν είναι, πράγματι, το πιο αυτονόητο -ή και αναμενόμενο- να επιβάλεις, στην καρδιά του Χόλιγουντ, την αύρα μιας ευρωπαϊκής αισθητικής, στην πιο ραφιναρισμένη της παράδοση, συνδυασμένης με την αντίληψη της «πολιτικής του δημιουργού», δεδομένα πολύ απομακρυσμένων από τις μέρες μας εποχών. Ο Κιούμπρικ -και προφανώς δεν τον αναφέρω τυχαία-, χρειάστηκε να εγκαταλείψει το Χόλιγουντ και να μετακομίσει στην Αγγλία για να το επιτύχει αυτό. Εναλλασσόμενο ασπρόμαυρο και έγχρωμο «φιλμ», «χειροποίητα» πλάνα με ζωγραφιστά ντεκόρ μαζί με τα «πραγματικά», δημιουργημένες συνθέσεις χρωματισμένες επίσης στο χέρι, διακριτική χρήση κυρτών και κοίλων φακών, ρομαντικός μουσικός μινιμαλισμός συχνά τονικά αλλοιωμένος, τολμηρό, αλλά άκρως «αιτιολογημένο» αισθητικά ανακάτεμα ιστορικών περιόδων, όπως τα φουτουριστικά, εναέρια τραμ-τελεφερίκ στη Λισαβόνα, στο μεσουράνημα της Μπελ Επόκ (;) ή η σύγχρονη ηχητικά εκδοχή της ξέφρενης ταραντέλας στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Αυτές είναι μερικές από τις «διαφοροποιήσεις» που χρησιμοποιεί ο Λάνθιμος για ν’ αποδώσει την αφήγηση της ιστορίας, αυστηρά νοηματοδοτημένες πάντα και θα δούμε αμέσως παρακάτω πώς και γιατί. Στην πραγματικότητα, όμως, η ιστορία αποτελεί επί πλέον την κατάλληλη αφορμή για να μπορεί να ξεδιπλώσει ο σκηνοθέτης, με τον πιο ακέραιο τρόπο, το προσωπικό κινηματογραφικό του όραμα.
Μια νεαρή έγκυος γυναίκα αυτοκτονεί. Ένας εκκεντρικός επιστήμονας καταφέρνει να την επαναφέρει στη ζωή, αλλάζοντας το μυαλό της με το μυαλό του αγέννητου παιδιού της. Την κρατάει στο σπίτι του για να μπορεί να παρακολουθεί και να καταγράφει τη νευροψυχική και την πνευματική της εξέλιξη. Της αφιερώνει όλη την προσοχή και τη φροντίδα του· την ονομάζει Μπέλα και γίνεται η «κόρη» του.
Πώς; Μια νεαρή ερωτεύσιμη γυναίκα με το μυαλό ενός μωρού; Τι είδους στοίχημα έχει βάλει με το μέλλον αυτός ο «Νέος Πατέρας» του χρόνου και της επιστήμης του;