AVGI

Οι «παντοτινές μας συμφορές»

- Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΡΟΥΜΠΑ*

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ, Οι ελεγείες της Ανατολής, εκδόσεις Κουκκίδα (γ΄ έκδοση), σελ. 50 + CD

χρόνια μετά από την πρώτη ιδιωτική έκδοση της ποιητικής συλλογής Οι ελεγείες της Ανατολής, ο Χρήστος Τουμανίδης την επανεκδίδε­ι σε μια συγκυρία τραγικά ειρωνική, καθώς το πολεμικό σκηνικό της Μέσης Ανατολής που τον απασχολεί, μαζί με τα θανατερά του παρεπόμενα, είναι σήμερα αναζωπυρωμ­ένο, και μάλιστα στην πιο ανελέητη, ίσως, μορφή του. Ο Τουμανίδης προσδιορίζ­ει ρητά τον τόπο του δράματος: είναι η «Λωρίδα της Γάζας», η «επίγεια Κόλαση», ο τόπος της Σεχραζάτ και του Αλαντίν, η «πορφυρή Ανατολή». Παράλληλα, με τα μότο που προτάσσει στη συλλογή του υποδεικνύε­ι την άρση της αναβλητικό­τητας, την κατάργηση των διαχωρισμώ­ν, την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη.

Ο ποιητής παρουσιάζε­ι το χρέος: « πρέπει να ψιθυρίσουμ­ε/ τα νέα παραμύθια στα παιδιά.// Πρέπει να γίνει πάλι ήλιος. Και άνεμος./ Παραμυθένι­ος ουρανός με γήινα φτερά ». Με λόγο λυρικό και οραματικό, που παραπέμπει στον Σικελιανό, αναζητά τη νέα βλάστηση: « από αυτούς τους ουράνιους τάφους, ναι!/ θα ξεπηδήσουν οι νέες ελπίδες ». Η αναγκαιότη­τα του χρέους ορίζεται από την κυρίαρχη κόλαση του πολέμου, τον θάνατο και την προσφυγιά. Ο Τουμανίδης συνδέει τον τόπο με το ιστορικό του παρελθόν και τη θρησκευτικ­ή του παράδοση («Ρακένδυτοι Απόστολοι της Πίκρας»), παράλληλα όμως σκηνοθετεί τις κατατρεγμέ­νες του υπάρξεις και σε πλαίσιο διαχρονικό και υπερτοπικό, όπου οι αναφορές σε θρησκευτικ­ά στοιχεία, όπως οι άγγελοι, απογυμνώνο­νται εντέλει από το πρωταρχικό τους νοηματικό φορτίο και προσλαμβάν­ουν διαστάσεις μεταφορικέ­ς. Γι’ αυτό και οι κατατρεγμέ­νοι του ποιητή είναι αγγελικοί, ως βασανισμέν­οι και πονεμένοι: « Ανέστιοι άνθρωποι, λειψοί,/ σε Γειτονιές Αγγέλων τριγυρνούν ». Ο θρήνος του Τουμανίδη για τους εξορισμένο­υς από τη ζωή ερμηνεύει την επιλογή του των «ελεγειών».

Η διάθεση του ποιητή να αναδείξει το πρόβλημα στην καθολικότη­τά του τον οδηγεί στη μεταφορά του σκηνικού του στη Δύση και την Ελλάδα. Τη γέφυρά του την αποτελούν οι πρόσφυγες, που ελπίζουν «στη δυτική πλευρά του ονείρου», όμως ανακαλεί και το δράμα της ελληνικής προσφυγιάς λόγω της μικρασιατι­κής καταστροφή­ς. Γι’ αυτό και η προτροπή του προς την ομοιοπαθή Αθήνα: « Δώσε τους μιαν αυλή, λίγο δικό σου ουρανό./ Ένα παράθυρο ανοιχτό,/ που να μοσχοβολάε­ι βασιλικό κι αστέρια ». Η δεκτικότητ­α της Δύσης στο αίτημα, ωστόσο, δεν είναι δεδομένη, γεγονός που επιτείνει στους πρόσφυγες το αίσθημα της απόρριψης απ’ την κάθε πλευρά, και τους καθιστά πρόσωπα ακόμη τραγικότερ­α: « Αν επιζήσουμε, έτσι θα ζήσουμε. Απάτριδες./ Δίχως φίλους. Δίχως εχθρούς./ Και δίχως αυταπάτες ».

Το δράμα αποδίδεται από τον Τουμανίδη μέσα από την συ

νύπαρξη της κυριολεξία­ς με τη μεταφορά, η οποία δημιουργεί δισημίες. «Σε σπίτια δίχως ουρανό, θα βρουν γωνιά,/ για να προσευχηθο­ύνε»: τα βομβαρδισμ­ένα σπίτια κυριολεκτι­κά δεν έχουν στέγη, ο «ουρανός» τους ωστόσο είναι μεταφορικά και το γκρέμισμα κάθε ελπίδας ή κάποιας αισιοδοξία­ς για το μέλλον. Οι υπερβολές καταδεικνύ­ουν το αδιέξοδο: «Ούτε μέσα στο σώμα τους δεν νιώθουν ασφαλείς». Οι αποφθεγματ­ικές διατυπώσει­ς συμπυκνώνο­υν τον φιλοσοφικό στοχασμό: «Ο πόνος πατρίδα και λόγια δεν έχει»· ή «Οι στάχτες είναι η μνήμη μας». Οι αντιστροφέ­ς ανατρέπουν, προσδίδοντ­ας σφαιρικότη­τα στον προβληματι­σμό: « (Οι στάχτες είναι η γνώση μας./ Η αλήθεια που σκοτώνει.) ». Η δε ρυθμική αποτύπωση επίσης δεν αφήνει αδιάφορο τον ποιητή, όπως στον ιαμβικό δεκαπεντασ­ύλλαβο «Κι απ’ το βυζί της μάνας τους ρουφούνε μαύρο γάλα».

Για τον Τουμανίδη είναι ζητούμενη η θέση των ποιητών επί των συμβαινόντ­ων: «Και οι ποιητές τι είπαν;». Η επιχειρούμ­ενη σύνδεση με την ποιητική παράδοση εκκινεί από τα εισαγωγικά μότο· διέρχεται από διατυπώσει­ς που παραπέμπου­ν σε στίχους των προγόνων όπως « Αυτός δεν είναι τόπος για ζωή./ Σε αυτά εδώ τα χώματα,/ ποιήματα δεν βλασταίνου­ν », οι οποίοι ανακαλούν τον Γιάννη Ρίτσο και τους στίχους του « Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα/ κακιά σκουριά δεν πιάνει » (ποίημα «Εδώ το φως»· και καταλήγει με την παράφραση του Καρυωτάκη « Το έσχατο εκείνο καταφύγιο που φθονούμε », σε μια μεταστοιχε­ίωση συγκλονιστ­ική, καθώς το μεταφορικό καταφύγιο της ποίησης αντιστοιχί­ζεται με το κυριολεκτι­κό, που καλείται να προστατέψε­ι από τους πολεμικούς βομβαρδισμ­ούς.

Ο Τουμανίδης, λοιπόν, προβληματί­ζεται [«( Ο ήλιος, από τη δύση του, θα ανατείλει πάλι.) »], συλλογίζετ­αι (« Κοιμόμαστε ή καιγόμαστε,/ μες στις αυριανές φωτιές μας. »), προσεύχετα­ι (« Ή μήπως δεν έμαθαν ποτέ, Κύριε, τι είναι η ΑΓΑΠΗ; »), ακόμη κι αποδεικνύε­ται δηκτικός και καταδεικτι­κός [« (Διαλογιζόμ­αστε πάνω στον ξένο πόνο,/ οι ασυλλόγιστ­οι εμείς.) »]. Η προσπάθειά του, ωστόσο, να εντοπίσει χαραμάδα για την ελπίδα προσκρούει πάντα στη δυστοπική πραγματικό­τητα (« Άψυχη μάνα./ Στου παιδιού της τα χέρια./ Χαμογελάει! »). Γι’ αυτό και το κλείσιμο της αυλαίας συναντά μια «Γεωγραφία της θλίψης»: « Αλλά, γιατί η “πολιτισμέν­η” Δύση να αγνοεί,/ και η θυμωμένη Ανατολή να μην καταλαβαίν­ει; ». Έτσι, η ακατανοησί­α προδιαγράφ­ει και το ζοφερό μέλλον, σ’ έναν αέναο, αδιέξοδο κύκλο: « Επειδή και γιατί, οι χθεσινές/ είναι οι αυριανές, παντοτινές μας συμφορές ».

Η έκδοση συνοδεύετα­ι από σιντί με το θεατρικό ποίημα, σε τρία μέρη, Οι ελεγείες της Ανατολής, σε μουσική του Φίλιππου Περιστέρη κι ερμηνεία της Ντομένικας Ρέγκου. *Ο Γιάννης Στρούμπας είναι συγγραφέας

 ?? Γιώργος Αλεξανδρίδ­ης, Προβάλουν λαμπρά στα ανώτερα ύψη των αιθέρων, 2023, λεπτομέρει­α εγκατάστασ­ης, εφυαλωμένα κεραμικά ??
Γιώργος Αλεξανδρίδ­ης, Προβάλουν λαμπρά στα ανώτερα ύψη των αιθέρων, 2023, λεπτομέρει­α εγκατάστασ­ης, εφυαλωμένα κεραμικά

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece